Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

ΤΣΙΛΙΕΣ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ

                                             Shiori Matsumoto

Κανένας δεν την πίστευε όταν του έλεγε πως μιλάει με τις γάτες. Κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά, έτσι όπως το κουνάνε στα παιδιά, στους χαζούς και στους ηλικιωμένους. Μάταια έψαχνε κάποιον να την πιστέψει και να του διηγηθεί την παράξενη ιστορία της.
Την πρώτη φορά που άκουσε γάτα να μιλάει με ανθρώπινη φωνή ήταν μικρό κοριτσάκι. Τότε ζούσαν ακόμα οι γονείς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες της.
Από τότε πέρασαν πολλές δεκαετίες και πολλά χρόνια απ' όταν έθαψε και τον τελευταίο συγγενή.
Έκτοτε ζει μόνη της. Δηλαδή όχι ακριβώς μόνη της, γιατί μαζί της ζουν και αρκετές γάτες. Δεν είναι σίγουρη για τον ακριβή αριθμό γιατί δεν τις έχει περιορισμένες. Όλες οι γάτες έχουν το ελεύθερο να έρχονται και να φεύγουν όποτε θέλουν από το σπίτι και από την αυλή της. Ποτέ δεν θα κρατούσε αιχμάλωτο ένα ζώο. Ήξερε από στέρηση της ελευθερίας εκείνη.
Πολλά βράδια, όταν ήταν μικρή, τα περνούσε κλειδωμένη στο υπόγειο. Την κλείδωνε η μάνα της όταν ο πατέρας γύριζε πιωμένος από το καφενείο. Δεν ήταν μεθύστακας ο πατέρας της. Μόνο όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του και ήταν στεναχωρημένος έπινε, της έλεγε η μάνα της για να μην τον μισήσει η μικρή.
Από αγάπη την κλείδωνε, για να την προστατέψει. Για να μην ξεσπάσει πάνω στο τρυφερό κορμάκι της τα νεύρα του ο μεθυσμένος. Άφηνε αιμάτινα σημάδια η ψιλή βίτσα στην παιδική σάρκα και έκαναν βδομάδες να φύγουν. Όποτε δεν έβρισκε τη μικρή στο σπίτι (που εύκολα του 'δινε αφορμές και έκανε τάχα μεγάλη φασαρία με τα παιχνίδια της), ο μπαμπάς, που δεν ήταν μεθύστακας, αλλά άτυχος με τις δουλειές που έστηνε, ξεσπούσε με τη βίτσα πάνω στη μάνα.
Άκουγε η μικρή τις φωνές από το υπόγειο που ήταν κλειδωμένη και έσφιγγε πάνω της τη γάτα από την τρομάρα της. Θαρρείς και καταλάβαινε η γάτα τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν έβγαζε άχνα, ούτε καν γουργούριζε μην τις ανακαλύψουν.
Μόλις ο πατέρας αποκοιμιόταν, η κλαμένη μάνα ελευθέρωνε το τρομαγμένο κοριτσάκι και το ανέβαζε στο σπίτι, περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους.
Από τότε που έσφιγγε τη γάτα στην αγκαλιά της για να μην φοβάται το σκοτάδι και τις φωνές, τις αγάπησε όλες τις γάτες και ξεκίνησε να συνομιλεί μαζί τους. Δηλαδή αυτές πρώτες τη λυπήθηκαν και ξεκίνησαν να της λένε παραμύθια για να μην φοβάται.
Αργότερα που έμαθε καλά τη γλώσσα τους, τις έβαζε να φυλάνε τσίλιες στη γωνία του δρόμου και να παραφυλάνε για τον πατέρα, μήπως και γυρίσει μεθυσμένος από το καφενείο.
Είχαν γίνει σβέλτες σαν τις γάτες και προλάβαιναν μάνα και κόρη να κλειδωθούν στο υπόγειο μέχρι να πάρει ο ύπνος στο σαλόνι τον μονίμως άτυχο με τις δουλειές πατέρα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 24-6-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...