Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

                          The Joys of Dining by Marie-Louise Batardy

Είδα ένα μικρό παιδί στην άκρη του δρόμου.
Είχε βγάλει τα παπούτσια του και έτριβε τα βρόμικα πόδια του.
Από τη μύτη του έτρεχαν μύξες και είχε μια μελανιά στο δεξί του γόνατο.
Άνοιξε την πάνινη τσάντα που είχε περασμένη στον ώμο και έβγαλε μια φέτα ψωμί, μια ντομάτα κι ένα σακούλι με ελιές.
Φρόντισα να μην τον ενοχλήσω και κάθισα κάτω από μια ρίζα ελιάς, αρκετά μακριά του.
Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τις μύξες και μετά δάγκωσε μια γερή μπουκιά ψωμί. Με το άλλο χέρι δάγκωσε τη μισή ντομάτα που ήταν κόκκινη και ζουμερή. Τα ζουμιά έφτασαν μέχρι τον αγκώνα, μα δεν έδειξε να ενοχλείται.
Κοίταξε προσεκτικά μέσα στο σακούλι και διάλεξε την πιο όμορφη μαύρη ελιά. Την περιεργάστηκε για αρκετή ώρα πριν τη βάλει στο στόμα του.
Εκείνη τη στιγμή ήθελα να τρέξω προς το μέρος του και να τον ρωτήσω τι σκεφτόταν τόσο σοβαρά ένα τόσο μικρό παιδί, μα δεν κουνήθηκα από τη θέση μου για να μην τον τρομάξω.
Όταν έβαλε την ελιά στο στόμα του έκλεισε τα μάτια και άρχισε να τη μασάει αργά αργά. Αφού τη γύρισε πέντε έξι φορές ανάμεσα στα δόντια, την ξεγύμνωσε εντελώς από τη σάρκα της και μετά την κατάπιε λαίμαργα. Προηγουμένως με μια επιδέξια κίνηση είχε βγάλει το κουκούτσι.
Το κρατούσε ακόμα στη χούφτα του και ετοιμάστηκε να το πετάξει στα βρεγμένα χωράφια δίπλα στο δρόμο, έκανε μάλιστα και την κίνηση, μα το χέρι του έμεινε μετέωρο πάνω απ' το κεφάλι του.
Έδειχνε έντονα προβληματισμένος. Μάλλον κάτι σκέφτηκε ή θυμήθηκε, που του άλλαξε τη γνώμη.
Φύλαξε το κουφάρι της ελιάς στην τσέπη του παντελονιού του και δάγκωσε με όρεξη μια ακόμα μπουκιά ψωμί. Έφαγε και την υπόλοιπη ντομάτα.
Όταν τελείωσε το ψωμί και η ντομάτα, τίναξε τα ψίχουλα από την μπλούζα του, έδεσε σφιχτά με μια κορδέλα το σακούλι τις ελιές και το ξαναέβαλε στην πάνινη τσάντα που δεν είχε ξεκρεμάσει από τον ώμο του.
Σκούπισε ξανά σαν μεγάλος άντρας τις μύξες του, με την ανάστροφη του χεριού, και φόρεσε τα σχεδόν λιωμένα παπούτσια του. Παιδεύτηκε αρκετή ώρα με τα κορδόνια, αλλά στο τέλος κατάφερε να τα κουτσοδέσει.
Στιγμή δεν σκέφτηκα να πάω να τον βοηθήσω. Αυτός ο μικρός, που δεν θα ‘ταν πάνω από έξι εφτά χρόνων, έδειχνε να μην χρειάζεται υποδείξεις για τη ζωή του.
Στιγμή δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού πηγαίνει μονάχος ή πού είναι το σπίτι του ή αν του πέρασε απ' το μυαλό πως η μάνα του θα 'χει τρελαθεί από την αγωνία της που τον έχασε.
Ο μικρός, χορτάτος και με κουτσοδεμένα τα παπούτσια του, σηκώθηκε να φύγει. Βόλεψε την πάνινη τσάντα στον ώμο που φαινόταν βαριά, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τις μύξες, έβγαλε το κουκούτσι από την τσέπη του, το έγλυψε, το κράτησε σφιχτά μέσα στη χούφτα του και πήρε το δρόμο για την πόλη.
Είδα ένα μικρό παιδί στην άκρη του δρόμου που κρατούσε σφιχτά στη χούφτα του το μέλλον του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 15-6-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...