Συνήθειο
το' χα να σεργιανίζω τ’ απομεσήμερα σε πολυσύχναστους δρόμους. Διάλεγα ένα
κεντρικό μαγαζί και καθόμουν σε τραπέζι που είχε αναπαυτικά καθίσματα.
Αφού
βολευόμουν και τακτοποιούσα τα προσωπικά μου είδη, παράγγελνα καφέ.
Φορούσα
γυαλιά ηλίου, επέλεγα ηλιόλουστες μέρες για τους μοναχικούς περιπάτους μου και
απολάμβανα το καφεδάκι μου χαζεύοντας τους περαστικούς.
Άφηνα
το βλέμμα μου ελεύθερα να περιπλανηθεί στα σχήματα και στα πρόσωπα των ανθρώπων.
Απέφευγα όμως να εστιάσω στα βλέμματα και στις εκφράσεις τους.
Ήθελα
να’ χω μόνο μια μακρινή εικόνα τους, κινηματογραφική, γι' αυτό και φορούσα τα
γυαλιά.
Απολάμβανα
πολύ να παρατηρώ τις εναλλαγές ανάμεσα στα νωχελικά και στα βιαστικά βήματα.
Σε
ράθυμες κινήσεις και σε νευρικές.
Σε
μοναχικούς ανθρώπους και σε μεγάλες παρέες.
Κάπου
– κάπου, η ματιά μου στεκόταν σ’ ένα πρόσωπο που μου ‘κανε εντύπωση.
Στιγμιαία
αποθήκευα την έκφραση, το βλέμμα αν είχα την τύχη να διασταυρωθεί με το δικό
μου και για μερικά λεπτά σταματούσα να παρατηρώ τους υπόλοιπους. Άρχιζα να
ταξιδεύω.
Έπλαθα
μέσα στο μυαλό μου μια ιστορία ζωής για το πρόσωπο που διάλεγα.
Άλλοτε
μου γεννιόταν μια υπέροχη ιστορία έρωτα κι άλλοτε μια πικρή, πιο πολύ και από
πικραμύγδαλο, δυστυχισμένη τραγωδία.
Με
συνέπαιρνε τόσο η φαντασία μου, που υπήρχαν στιγμές που γέμιζαν δάκρυα τα μάτια
μου.
Τόσο
αληθινός ήταν ο φανταστικός ξένος πόνος.
Όπως
τότε, θυμάμαι, που αντίκρισα τα μάτια ενός νεαρού άνδρα. Άδεια μάτια
εκατόχρονου. Με τη λάμψη της νεότητας να ‘χει χαθεί.
Στη
θέση της μια πίκρα είχε εγκατασταθεί και μια παραίτηση.
Περπατούσε
σκυφτός, σα γεράκος, και στο χέρι του κρατούσε σφιχτά μια σακούλα από
φαρμακείο.
Έσερνε
τα βήματά του αργά κι όταν έφτασε κοντά μου σκόνταψε σ' ένα ύψωμα του
πεζοδρομίου κι έχασε προς στιγμή την ισορροπία του.
Πιάστηκε
ευτυχώς από ένα κλαδί για να μην πέσει, παντού στο πεζοδρόμιο είχε δέντρα, μα η
σακούλα του ‘φυγε απ' τα χέρια.
Στο
δρόμο και στο πεζοδρόμιο σκόρπισαν κουτιά από φάρμακα και σύριγγες.
Το
κοίταγμά του, απαθές μέχρι κείνη την ώρα, άλλαξε, κι ένας πανικός με μια υποψία
ενοχής γεννήθηκε στιγμιαία.
Μάζεψε
βιαστικά τα σκορπισμένα κουτιά, χωρίς να κοιτάει γύρω του αν τον παρατηρεί κανείς
και τα ξανάβαλε στη σακούλα.
Την
έσφιξε πάνω στο στήθος του μέχρι που άσπρισαν οι αρθρώσεις του, αναστέναξε και
συνέχισε το δρόμο του.
Μόλις
τον είδα να φεύγει, μέσα μου σήμανε συναγερμός.
Η
φευγαλέα υποψία ενοχής που είδα ή που νόμιζα πως είδα, έκανε την καρδιά μου να
χτυπά μ’ αγωνία.
Μια εικόνα αυτού του νεαρού καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου. Κειτόταν νεκρός κι ολομόναχος στο μικρό δωμάτιο που νοίκιαζε.
Πάνω
στο γραφείο του υπήρχε ένα τσαλακωμένο σημείωμα.
Έκανα
μεγάλη προσπάθεια να δω τι έγραφε. Τα μάτια μου δάκρυζαν απ’ την προσπάθεια και
το μόνο που κατάφερα να διακρίνω ήταν πως ξεκινούσε με τη φράση, συγγνώμη μα
κουράστηκα.
Δεν
θέλησα να δω παρακάτω. Έπρεπε να δράσω άμεσα.
Γέμισα
το ποτήρι μου με δροσερό νερό, σηκώθηκα γρήγορα απ’ τη θέση μου και τον
πλησίασα. Ίσα που πρόλαβα. Έστριβε στη γωνία εκείνη τη στιγμή.
Τον
ακούμπησα απαλά στην πλάτη και του πρόσφερα αμίλητη μα χαμογελαστή το γεμάτο ποτήρι.
Γύρισε
απορημένος.
Με
κοίταξε στα μάτια και ψελλίζοντας σιγανά ευχαριστώ ήπιε το νερό.
Μετά
σα να είδα ένα μειδίαμα στα χείλη του.
Αλλά
μπορεί και να ‘κανα λάθος. Ο ήλιος που ήταν απέναντι μ’ ενοχλούσε στα μάτια και
δεν έβλεπα καθαρά.
Είχα
βγάλει τα γυαλιά μου για να τον πλησιάσω.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 12-8-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...