Zviad Gogolaur
Δυο
βδομάδες έβρεχε ακατάπαυστα. Τα νεύρα ολονών ήταν τεντωμένα. Εγώ έψαχνα να
φορέσω τα παπούτσια μου. Τα είχα αφήσει για μια στιγμή και μου τα πήραν. Μια
φίλη που με είδε να τα ψάχνω, με καθησύχασε. Είπε πως θα μου έβρισκε αρβυλάκια
ανθεκτικά, με είκοσι ευρώ - είχε, λέει, κάτι άκρες -.
Τα
παπούτσια που φορούσα όταν ήρθα δεν ήταν δικά μου πια. Το πήρα οριστικά απόφαση
όταν ξεκίνησε να βρέχει.
Στην
αρχή έπεφτε μια ψιλή μα πολύ επίμονη βροχή. Δεν της έδινες μεγάλη σημασία.
Έμοιαζε να 'ναι απ' αυτές που περνάνε γρήγορα. Τώρα το θυμήθηκα! Στο δεξί
τακούνι είχα κρύψει λεφτά.
Όταν
έφευγα για να σωθώ απ' την πλημμύρα -εγώ και κάτι άλλοι μόνο είδαμε τον κίνδυνο
και καταλάβαμε πως θα πνιγούμε αν δεν φύγουμε από κει αμέσως- πρόλαβα και
πήδηξα πάνω απ' το χαντάκι που 'χε κόψει στα δύο το χωριό.
Πιάστηκα
και βρέθηκα αιωρούμενη πάνω σε μια χοντρή αλυσίδα - σαν αυτές που κρεμάνε τις
κούνιες που γυρνάνε γρήγορα στα λούνα παρκ -.
Καθώς
στριφογύριζα στην αλυσίδα, που την κρατούσα σφιχτά, φώναξα σ' έναν άντρα να
ψάξει για το μικρό μου θησαυρό· για το
τακούνι του χαμένου μου παπουτσιού.
Μάλλον
κάτι σαν απόδειξη πίστης άκουσε από το στόμα μου εκείνος ο άντρας, κι ενώ στην
αρχή αμφισβητούσε τα αισθήματα και τις προθέσεις μου, στη συνέχεια πείστηκε.
Δεν τον ένοιαξε που δεν θα με ξανάβλεπε.
Ένας
άλλος άντρας - μπορεί να ήταν ο ίδιος και να μην έβλεπα καλά - σκαρφάλωσε σε
μια διπλανή, από τη δική μου, αλυσίδα και αφού προσγειώθηκε με ασφάλεια στο
έδαφος, με ακολούθησε.
Όταν
ήρθαν να κάνουν έλεγχο, ήμουν ξαπλωμένη σε ένα πάρκο και περίμενα να περάσει η
ώρα. Είχε σταματήσει επιτέλους και η βροχή.
Ο
επικεφαλής γρύλισε μια διαταγή από την είσοδο του πάρκου και γω έτρεξα να
ειδοποιήσω τους άλλους να φυλαχτούν.
Κάποιοι,
βρισκόταν σε ένα αυτοσχέδιο εκκλησάκι. Απ' έξω έτσι έμοιαζε, αλλά μέσα ήταν μια
σκοτεινή σπηλιά με πολλά στρωσίδια στο πάτωμα. Κάπως έτσι φαντάστηκα τις πρώτες
χριστιανικές κατακόμβες.
Στο
προαύλιο συνάντησα τη φίλη μου, αυτήν που θα μου έβρισκε καινούργια παπούτσια,
αλλά δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω γιατί μετά βρέθηκα -δεν θυμάμαι πώς- να συνοδεύω
ένα πιτσιρίκι στην εκδρομή του σχολείου του. Θυμάμαι πως πλύναμε τα χέρια μας
σε κάτι δημόσιες τουαλέτες και πως ένιωθα τεράστια ευθύνη να το επιστρέψω σώο,
πίσω στους γονείς του.
Στο
διπλανό κτήριο ήταν φυτεμένα ψηλά δέντρα και στα πλάγια υπήρχε μια μικρή
κατηφορική ράμπα. Από εκεί έμπαινε ο κόσμος. Την ώρα που την κατέβαινα -πάλι
κάποιον αναζητούσα, αλλά δεν θυμόμουν ποιον- μια ομάδα ένστολων την ανέβαινε.
Μόλις
είχε κάνει έλεγχο σε κάποιον που πουλούσε φάρμακα. Του είχαν κόψει πρόστιμο με
πολλά μηδενικά, αλλά έκαναν λάθος. Ήταν επιπόλαιος ο έλεγχος που έκαναν. Ο
άνθρωπος που πουλούσε τα παραδοσιακά φάρμακα -αποξηραμένα βότανα και ματζούνια-
ήταν πέρα για πέρα νόμιμος. Καθώς διαμαρτυρόταν σκέφτηκα πως τελειωμό δεν έχουν
οι αδικίες σε όλες τις εποχές. Βρέχει δεν βρέχει.
Τα
ταξίδια στο χρόνο με είχαν διαλύσει σωματικά, ένιωθα σαν να είχα φτιάξει
μονοκοπανιά ένα πάζλ με δέκα χιλιάδες κομμάτια. Ήμουν απελπιστικά κουρασμένος.
Το ότι δεν θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια τι έπρεπε να κάνω στην τελευταία
αποστολή, ήταν ξεκάθαρα κακός οιωνός.
Τελευταία
αποστολή για φέτος. Θα κάνω χρήση το χάπι της αιφνίδιας επιστροφής. Μετά θα
ζητήσω άδεια για τουλάχιστον έξι μήνες. Περισσότερο απ' όλα έχω πεθυμήσει μια
μπίρα και να φέρομαι φυσιολογικά. Να μην λογοκρίνουν τις σκέψεις μου
υψηλόβαθμοι της υπηρεσίας.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 8-6-2018