Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ

                                         Daria Petrilli, 1970
Καθώς μαζεύεις ένα ένα τα ρούχα
από το πάτωμα,
καθώς φοράς τη λερωμένη σου κυλότα,
αυτάρεσκα μετανιώνεις τη συνάντηση αυτή.
Παραλίγο να σε αναγνωρίσουν στη ρεσεψιόν.
Νόημα δεν βγάζεις που ορέγεσαι τόσο κίνδυνο,
σε προβληματίζει αυτή η αλλόκοτη συμπεριφορά,
μα κάθε φορά, κι ας ορκίστηκες
ίσαμε χίλιες φορές τ' αντίθετο,
υποκύπτεις σε άγνωστου έρωτα λαγνεία.
Δεν είναι πως σου λείπει η επιβεβαίωση,
δεν είναι πως η ζωή δεν σου φέρθηκε καλά,
είναι πως πεθύμησες ανεξέλεγκτους,
με άγνωστα κορμιά, φιλήδονους οργασμούς,
είναι που ο πόνος κάνει την προστυχιά τόσο ακατανίκητη,
είναι που έχεις χρόνια να φωνάξεις από καύλα δυνατά.
Άγνωστη φτάνεις
φορώντας πρόστυχα ονόματα,
ιστορίες σκαρφίζεσαι που ξεπατίκωσες
σ' ευφάνταστα βιβλία.
Μόλις το γεμάτο αμαρτίες κορμί
χορτάσει από ταπείνωση,
μόλις εισπράξεις τη βέβηλη και παχυλή αμοιβή,
στη σίγουρη, μικροαστική ζωή σου
γυρνάς ευχαριστημένη.
Στη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας
έχεις φτιάξει μυστική υποδοχή,
εκεί κρύβεις τις περούκες,
τα βοηθήματα της ακολασίας,
και όλες τις άρρωστες φαντασιώσεις
που 'χες απ' όταν ήσουν σεξουαλικά στεγνή.

Μαρία Φουσταλιεράκη 30-6-2018

ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ

                                                   Hans Zatzka

Κάθε ξύπνημα των κυττάρων
ανατολή.
Κάθε ερεθισμός της σάρκας
αμαρτία.
Επίκληση κάνω σ' αιφνίδιο οργασμό
σε μια πεισματάρα ονείρωξη που τρέμω.
Τη μεγάλη θεά ολημερίς εκλιπαρώ
το θυμό της ικετεύω να εξευμενίσω.
Πάνε δυο χρόνια τώρα
που 'παψα να γονατίζω στο βωμό.

Μαρία Φουσταλιεράκη 28-6-2018

ΑΠΟΤΟΜΑ Ο ΚΑΙΡΟΣ

                                     Musicians by Otar Imerlishvili

Σήμερα έχουμε λαϊκή.
Από μέρες ονειρευόμουν ένα κατακόκκινο και γλυκό καρπούζι. Άλλαξα γνώμη.
Κάστανα θα πάρω.
Και μετά θα πάρω τα βουνά: αναμμένο τζάκι, πατάτες στη χόβολη, κόκκινο κρασί και μετά περπάτημα.
Λέμε, τώρα, περπάτημα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 26-6-2018

ΤΣΙΛΙΕΣ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ

                                             Shiori Matsumoto

Κανένας δεν την πίστευε όταν του έλεγε πως μιλάει με τις γάτες. Κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά, έτσι όπως το κουνάνε στα παιδιά, στους χαζούς και στους ηλικιωμένους. Μάταια έψαχνε κάποιον να την πιστέψει και να του διηγηθεί την παράξενη ιστορία της.
Την πρώτη φορά που άκουσε γάτα να μιλάει με ανθρώπινη φωνή ήταν μικρό κοριτσάκι. Τότε ζούσαν ακόμα οι γονείς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες της.
Από τότε πέρασαν πολλές δεκαετίες και πολλά χρόνια απ' όταν έθαψε και τον τελευταίο συγγενή.
Έκτοτε ζει μόνη της. Δηλαδή όχι ακριβώς μόνη της, γιατί μαζί της ζουν και αρκετές γάτες. Δεν είναι σίγουρη για τον ακριβή αριθμό γιατί δεν τις έχει περιορισμένες. Όλες οι γάτες έχουν το ελεύθερο να έρχονται και να φεύγουν όποτε θέλουν από το σπίτι και από την αυλή της. Ποτέ δεν θα κρατούσε αιχμάλωτο ένα ζώο. Ήξερε από στέρηση της ελευθερίας εκείνη.
Πολλά βράδια, όταν ήταν μικρή, τα περνούσε κλειδωμένη στο υπόγειο. Την κλείδωνε η μάνα της όταν ο πατέρας γύριζε πιωμένος από το καφενείο. Δεν ήταν μεθύστακας ο πατέρας της. Μόνο όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του και ήταν στεναχωρημένος έπινε, της έλεγε η μάνα της για να μην τον μισήσει η μικρή.
Από αγάπη την κλείδωνε, για να την προστατέψει. Για να μην ξεσπάσει πάνω στο τρυφερό κορμάκι της τα νεύρα του ο μεθυσμένος. Άφηνε αιμάτινα σημάδια η ψιλή βίτσα στην παιδική σάρκα και έκαναν βδομάδες να φύγουν. Όποτε δεν έβρισκε τη μικρή στο σπίτι (που εύκολα του 'δινε αφορμές και έκανε τάχα μεγάλη φασαρία με τα παιχνίδια της), ο μπαμπάς, που δεν ήταν μεθύστακας, αλλά άτυχος με τις δουλειές που έστηνε, ξεσπούσε με τη βίτσα πάνω στη μάνα.
Άκουγε η μικρή τις φωνές από το υπόγειο που ήταν κλειδωμένη και έσφιγγε πάνω της τη γάτα από την τρομάρα της. Θαρρείς και καταλάβαινε η γάτα τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν έβγαζε άχνα, ούτε καν γουργούριζε μην τις ανακαλύψουν.
Μόλις ο πατέρας αποκοιμιόταν, η κλαμένη μάνα ελευθέρωνε το τρομαγμένο κοριτσάκι και το ανέβαζε στο σπίτι, περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους.
Από τότε που έσφιγγε τη γάτα στην αγκαλιά της για να μην φοβάται το σκοτάδι και τις φωνές, τις αγάπησε όλες τις γάτες και ξεκίνησε να συνομιλεί μαζί τους. Δηλαδή αυτές πρώτες τη λυπήθηκαν και ξεκίνησαν να της λένε παραμύθια για να μην φοβάται.
Αργότερα που έμαθε καλά τη γλώσσα τους, τις έβαζε να φυλάνε τσίλιες στη γωνία του δρόμου και να παραφυλάνε για τον πατέρα, μήπως και γυρίσει μεθυσμένος από το καφενείο.
Είχαν γίνει σβέλτες σαν τις γάτες και προλάβαιναν μάνα και κόρη να κλειδωθούν στο υπόγειο μέχρι να πάρει ο ύπνος στο σαλόνι τον μονίμως άτυχο με τις δουλειές πατέρα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 24-6-2018

ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕ

                                              Daria Petrilli, 1970

Εκείνος, τα είχε όλα μια χαρά τακτοποιημένα μέσα του. Είσαι η ζωή μου, έλεγε στη μία. Είσαι η ανάσα μου, έλεγε στην άλλη, και δεν κορόιδευε καμιά απ' τις δυο.
Τη μία τη γνώριζε από πάντα. Από παιδιά. Μαζί μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά. Της έλεγε, εγώ μια μέρα θα σε παντρευτώ, κι εκείνη γέλαγε μέσα στο λευκό της φόρεμα, μέσα στις λευκές της κορδέλες και μέσα στα μαύρα της λουστρίνια.
Ώσπου να τελειώσουν το σχολείο, πεισματικά επέμενε πως όταν μεγάλωναν λίγο ακόμα θα την παντρευόταν. Εκείνη, τον φιλούσε με πάθος και γέλαγε. Προτεραιότητά της ήταν να γράψει καλά στις εξετάσεις και να φύγει μακριά απ' τη μικρή πόλη που την έπνιγε. Μια πόλη τόση δα, δεν χωρούσε τις φιλοδοξίες της. Έγραψε άριστα στις εξετάσεις, έφυγε. Και δεν ξαναγύρισε.
Την άλλη, την γνώρισε πολλά χρόνια αργότερα, όταν του είχε απαλύνει μια σταλιά ο καημός της φευγάτης.
Γνωρίστηκαν. Εκείνη τον ερωτεύτηκε. Αυτός αγάπησε τη φροντίδα και την καλοσύνη της. Παντρεύτηκαν. Απέκτησαν δύο παιδάκια που τα λάτρευαν. Ποτέ δεν την ερωτεύτηκε τη γυναίκα του, την αγάπησε όμως βαθιά. Την εκτίμησε και την πόνεσε. Είκοσι χρόνια γάμου. Στα εύκολα και στα δύσκολα. Μαζί. Ποτέ δεν είχε ακούσει κακιά κουβέντα απ' το στόμα της. Άγγελος ήταν για κείνον, για τα παιδιά τους, για τα πεθερικά της, για όλο τον κόσμο που βοηθούσε χωρίς ν' αγκομαχάει.
Ώσπου σε ένα επαγγελματικό ταξίδι, αυτός, συναντήθηκε τυχαία με την πρώτη του, την παιδική και φευγάτη του αγάπη. Μόλις την είδε φούντωσε ο έρωτας. Όχι πως είχε σβήσει ποτέ εντελώς.
Ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί αν και ποτέ δεν φανταζόταν τον εαυτό του άτιμο και άπιστο. Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος και ειλικρινής, αλλά αυτό δεν το όριζε το ήθος και η λογική του, μα μόνο η καρδιά του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Η μία ήταν η ζωή του και η άλλη ήταν η ανάσα του. Καμιά δεν κορόιδευε και σε καμιά δεν έλεγε ψέματα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 24-6-2018

ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΓΟΥΜΕ

                                                 Jack Vettriano

Δεν διαλέγουμε εμείς τα βιβλία που θα διαβάσουμε.
Εκείνα έρχονται και μας βρίσκουν.
Μάλιστα εν αγνοία μας και κάτω από τη μύτη μας ξεκλειδώνουν τα βαθύτερα μυστικά τους.
Σε αντίθεση με τους εραστές.
Που τους διαλέγουμε έχοντας την έντονη πεποίθηση (και την ανόητη σιγουριά) πως δεν έχουν μυστικά να κρύψουν: οι εραστές διαφέρουν κατά πολύ από τα βιβλία.
Εν τέλει, αλάνθαστο κριτήριο έχουν μόνο τα βιβλία.

Μαρία Φουσταλιεράκη 23-6-2018

ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΠΑΩ, ΜΗΝ ΜΕ ΠΑΡΕΞΗΓΕΙΤΕ

                                              Iwona Lifsches

Μην με παρεξηγείτε. Είμαι ευχαριστημένη από τη ζωή μου. Όχι μόνο ευχαριστημένη, ψέματα λέω. Είμαι πολύ ευχαριστημένη. Νομίζω πως είμαι σχεδόν ευτυχισμένη. Ο καημένος ο άντρας μου κάνει ό,τι μπορεί για εμάς. Εμείς είμαστε εγώ και ένα νεογέννητο αγοράκι. Δηλαδή δεν είναι ακριβώς νεογέννητο. Κοντεύει να γίνει οκτώ μηνών. Μεγάλωσε. Τρώει ευχαριστημένο την κρέμα του και πίνει το γάλα του από το μπουκάλι. Έχυσα πολλά δάκρυα ως τώρα για το γάλα που του στέρησα, αλλά μού ήταν αδύνατον να ακουμπήσω το μωρό στο στήθος μου. Και μόνο στην ιδέα να το αγγίξω με έπιανε τρέμουλο. Επιλόχεια κατάθλιψη είπε ο γιατρός πως έχω στον καημένο τον άντρα μου όταν του διηγήθηκε το πρώτο περιστατικό.
Δεν θυμάμαι πολλά να σας πω από εκείνη την εποχή. Βέβαια δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε, μόλις μερικοί μήνες και το καημένο το μωράκι μας αμέσως συμβιβάστηκε με το γάλα του εμπορίου. Είναι ένα πολύ ευγενικό μωρό και ανησυχητικά φρόνιμο λέει ο γιατρός. Δεν κλαίει και δεν παραπονιέται καθόλου, ούτε καν όταν έχει λερώσει την πάνα του.
Πολλές φορές ξεχνάω πως ζει ένα μωρό στο σπίτι. Μην με παρεξηγείτε. Είναι παιδί μου και το αγαπάω, κι ας μου είναι αδύνατον να το ακουμπήσω. Ο καημένος ο άντρας μου κάθε μέρα προσπαθεί να με πείσει να πάρω αγκαλιά το καημένο το αγοράκι μας που δεν με αναγνωρίζει, αλλά εγώ και μόνο στην ιδέα τρέμω.
Μην με παρεξηγείτε. Το αγαπάω το καημένο το μωρό μας. Και τον καημένο τον άντρα μου τον αγαπάω, αλλά φοβάμαι μην τους κολλήσω την αρρώστια που έχω μέσα στο μυαλό μου.
Ο γιατρός είπε πως αυτό το λένε αμφιθυμία. Ταράχτηκα πολύ. Νόμιζα πως είναι μια ολέθρια και φοβερή αρρώστια που μπορεί να κολλήσω στον καημένο τον άντρα μου και στο καημένο το αγοράκι μας. Τρομοκρατήθηκα πως άθελά μου θα τους έστελνα στον άλλο κόσμο. Εκεί που έστειλα άθελά μου και το ψαράκι που μου είχε κάνει δώρο ο καημένος ο μπαμπάς μου όταν ήμουν έξι χρονών. Δεν ήξερα πως τα ψαράκια μπορούν να πεθάνουν από το υπερβολικό φαγητό. Εγώ το αγαπούσα το ψαράκι μου και από αγάπη το τάιζα όλη την ώρα.
Ο γιατρός με καθησύχασε πως η αμφιθυμία δεν είναι κάτι σοβαρό. Μου είπε να μην φοβάμαι και πως δεν υπάρχει στη βιβλιογραφία καταγεγραμμένος τέτοιος θάνατος.

Μαρία Φουσταλιεράκη 21-6-2018

ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΕΡΩΤΑ

                                    Magritte’s Great Escape

Αν κάποιος μου έλεγε πως ό,τι έχει καταφέρει στη ζωή του το χρωστάει στον έρωτα, θα τον πίστευα και θα τον έπαιρνα πολύ στα σοβαρά.
Ο έρωτας είναι η οικολογικότερη κινητήριος δύναμη στον πλανήτη, αλλά και η πιο αντιφατική ταυτόχρονα: από τη μια σε κάνει ατρόμητο σαν απότομο βράχο και από την άλλη σε κάνει αδύναμο σαν αυγό και μαλακό σαν βούτυρο.
Όταν ερωτεύεται η καρδιά, γίνεται καρυδότσουφλο να παίζουν τα παιδιά τούς πειρατές κάτω στο ποτάμι.
Αν κάποιος γυρίσει από το θάνατο και μου εκμυστηρευτεί πως δεν έτυχε, ώσπου να πεθάνει να ερωτευτεί, θα τον λυπηθώ τόσο, όσο τα γαρύφαλλα που στέκονταν όρθια και αμάραντα δίπλα στο φρεσκοσκαμμένο τάφο του.
Αυτό μου θυμίζει η ζωή χωρίς έρωτα, χωρίς αναστεναγμούς, χωρίς σκιρτήματα και λάθη.
Έναν άδειο τάφο και ορθάνοιχτο που μέσα του μετρά ανάποδα το χρόνο μια λυπημένη κλεψύδρα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 20-6-2018

ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑ ΣΥΡΜΑΤΑ


Παλιά, όσο μεγάλωνα, ανησυχούσα και έχανα τον ύπνο μου με το παραμικρό. Σκεφτόμουν και ανησυχούσα για τα πάντα. Γι' αυτά που με αφορούσαν και γι' αυτά που λίγο θα μ' επηρέαζε η μεταβολή τους.
Ανησυχούσα για όλα όσα μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να, καλή ώρα τώρα που βρέχει, θα σταματούσα ό,τι έκανα κι αλαφιασμένη θα 'τρεχα να κατεβάσω τις τέντες μην βραχεί το φρεσκοπλυμένο μπαλκόνι. Αντιθέτως, σήμερα χαίρομαι που βρέχει καταρρακτωδώς και που είναι όλες οι τέντες σηκωμένες. Το βλέπω σαν μια ανέξοδη ευκαιρία να καθαριστεί επιτέλους το μπαλκόνι. Βδομάδες έχω να το σφουγγαρίσω.
Από τότε που έπαψα ν' ανησυχώ για όλα τα ασήμαντα, διαπίστωσα πως χορταίνω ύπνο και διαθέτω ηρεμία. Επίσης μου περισσεύει χρόνος για να τον διαθέσω όπως θέλω.
Παλιά, ένιωθα την ανάγκη να είναι όλα γύρω μου στη θέση τους και τακτοποιημένα.
Δεν είχα εκτιμήσει το χάος που έχει τη δική του ξεχωριστή γοητεία.
Καμιά φορά το χάος μάς κάνει καλό. Όπως τώρα ας πούμε, που βλέπω στο μπαλκόνι τη μπουγάδα να βρέχεται. Είναι τόσο όμορφα τα ρούχα όπως στάζουν. Σαν βιαστικοί διαβάτες που ο χωρατατζής μαριονετίστας έχει αρπάξει απ' το σβέρκο και γελάει βλέποντας να χτυπάνε τα πόδια τους με μανία για να ξεφύγουν.
Το χάος και η αταξία έφτιαξε ολόκληρο κουκλοθέατρο στα σύρματα.
Η τάξη, μόνο σωρούς με βρεγμένα ρούχα που πρέπει να ξαναπλυθούν μπορεί να φτιάξει.

Μαρία Φουσταλιεράκη 18-6-2018

MA ΠΙΟ ΠΟΛΥ

                                              Daria Petrilli, sleep


Μα πιο πολύ απ' όλα μου 'λειψε ο έρωτας που μου 'χες ορκιστεί. 
Τότε που μύριζαν τα κορμιά μας αθανασία.

Μαρία Φουσταλιεράκη 18-6-2018


ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

                      Edvard Munch, Portrait of Friedrich Nietzsche, 1906

Έφυγες νωρίς και δεν πρόλαβες να δεις πώς μεγαλώνω.
Εσύ θα θυμάσαι για πάντα ένα αγριοκάτσικο.
Κι ένα πνεύμα αντιλογίας.
Κόντρα σε κάθε μορφή εξουσίας και περιορισμό.
Σου 'κανα δύσκολη τη ζωή.
Σου πήγαινα κόντρα στα πολιτικά και στις ομάδες.
Κι εσύ αγανακτούσες, κι έλεγες τι ατίθαση νεολαία είναι αυτή.
Νόμιζα πως θα 'χω όλο το χρόνο να σε αλλάξω.
Να σε μολύνω με νέες ιδέες, ριζοσπαστικές.
Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μην σου μοιάσω.
Εσύ συμβόλιζες όλες τις ιδέες τις παλιές.
Έφυγες νωρίς και τίποτα καλό από μένα δεν είδες.
Μεγάλωσα, ηρέμησα, ακόμα οι ιδέες μου είναι ριζοσπαστικές.
Κατάφερα να μην σου μοιάσω στην υπομονή.
Εσύ ήσουν ανυπόμονος, όλα γρήγορα ήθελες να τα ζήσεις.
Θαρρείς κι ήξερες πως θα φύγεις τόσο μικρός.
Τα γέλια και τις κόντρες μας μόνο έχω κρατήσει.
Βασικά συστατικά πατρικής σχέσης και τα δυο.
Λυπάμαι που έφυγες πριν ακόμα θεσπιστεί μέρα του πατέρα.
Ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να σου πω χρόνια πολλά.

Μαρία Φουσταλιεράκη 17-6-2018

Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ

                                 Beggar Standing By Door ~ Anders Zorn 

Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος αντιμετώπιζε τους ζητιάνους με κατανόηση και ανθρωπιά. Μοναχικοί άνθρωποι, συνήθως μεγάλης ηλικίας, τριγύριζαν στα χωριά με τα ταγάρια τους περασμένα χιαστί στους ώμους.
Κανείς δεν ήξερε από πού έρχονταν και κανένας δεν τους ρώταγε. Οι άνθρωποι ήταν πιο διακριτικοί στον πόνο παλιά.
Κανείς δεν ήξερε επίσης πού κοιμόντουσαν και πού ξαπόσταιναν, μα και κανένας δεν βρήκε τους άδειους στάβλους του κατειλημμένους.
Συνέχεια περπατούσανε και συνέχεια κάπου πηγαίνανε οι ζητιάνοι. Σέρνανε τα κουρασμένα βήματά τους μέσα στο λιοπύρι και όταν έβρισκαν καφενείο με πλάτανο, στέκονταν στη ρίζα και περίμεναν κάποιον ελεήμονα να τους κεράσει μια παγωμένη πορτοκαλάδα ή μια ζωογόνα ρακή.
Πίνανε το κέρασμα αμίλητοι και μ' ένα νεύμα ευχαριστούσαν κι έφευγαν όπως ερχόταν: σκυφτοί.
Όταν η πείνα θέριζε τα σωθικά τους και δεν μπορούσαν άλλο να περπατήσουν απ' το γουργουρητό, χτυπούσαν την πόρτα των νοικοκυραίων για μια μπουκιά ψωμί.
Τα χωριά ήταν φτωχά εκείνα τα χρόνια, ο κόσμος μοχθούσε στα χωράφια και δεν περίσσευαν εύκολα οι μπουκιές, μα ήταν γρουσουζιά και μεγάλη αμαρτία να μην δώσεις ένα πιάτο φαΐ σε όποιον το 'χε πραγματικά ανάγκη.
Όταν δε, έφτανε ζητιάνος σε εποχή συγκομιδής, γέμιζε τσέπες και ταγάρια με φρούτα και καρπούς. Οι καλοί άνθρωποι γίνονται πιο γενναιόδωροι όταν έχουν τα κατώγια τους γεμάτα.
Μια φορά, έφτασε στην πόρτα μας ένας ηλικιωμένος και βρόμικος ζητιάνος, με μακριά γένια και μαλλιά. Η μάνα κατάλαβε πως πεινάει πριν της το πει. Και όταν είδε την άδεια μπουκάλα του κατάλαβε ακόμα περισσότερα: εκείνα τα χρόνια το ελαιόλαδο ήταν πλούσιο ανταλλακτικό αγαθό.
Ήταν μεσημέρι και μόλις είχε βράσει βλίτα με κολοκυθάκια, πατάτες και ντομάτες. Στην πρώτη βράση είχε ρίξει και μια δεκαριά αυγά μέσα να νοστιμέψουν.
Ο ζητιάνος περίμενε κάτω στην αυλή. Η μάνα του κατέβασε μια γενναία μερίδα φαγητό και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί απ' του παππού, που ήταν νέκταρ και αμβροσία μαζί.
Μέχρι εκείνος ν' αποφάει, η μάνα πήρε την άδεια μπουκάλα και τη γέμισε μέχρι τη μέση με ελαιόλαδο, απ' αυτό που έβγαζαν οι καλές μας ελιές.
Ο ζητιάνος έτρωγε αμίλητος. Έγλυψε το πιάτο με τα βλίτα και τις πατάτες, έφαγε και τρία βραστά αυγά (τα άλλα δύο τα φύλαξε στην τσέπη του γι' αργότερα) και αφού πήρε τη μισογεμάτη μπουκάλα απ' τα χέρια της μάνας μου, σηκώθηκε να φύγει.
Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε βγάλει μιλιά - δεν χρειάζονται πάντοτε κουβέντες για να συνεννοηθούν οι άνθρωποι -.
Έκανε να φύγει αμίλητος, έτσι ακριβώς όπως είχε ήρθε, αλλά μόλις έφτασε στην εξώπορτα σαν κάτι να ξέχασε και γύρισε πίσω.
Εκείνα τα χρόνια οι ζητιάνοι ανταποδίδανε την καλοσύνη με απίστευτη γενναιοδωρία. Έδιναν ολόψυχα το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο: την ευχή τους.

Μαρία Φουσταλιεράκη 16-6-2018

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

                          The Joys of Dining by Marie-Louise Batardy

Είδα ένα μικρό παιδί στην άκρη του δρόμου.
Είχε βγάλει τα παπούτσια του και έτριβε τα βρόμικα πόδια του.
Από τη μύτη του έτρεχαν μύξες και είχε μια μελανιά στο δεξί του γόνατο.
Άνοιξε την πάνινη τσάντα που είχε περασμένη στον ώμο και έβγαλε μια φέτα ψωμί, μια ντομάτα κι ένα σακούλι με ελιές.
Φρόντισα να μην τον ενοχλήσω και κάθισα κάτω από μια ρίζα ελιάς, αρκετά μακριά του.
Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τις μύξες και μετά δάγκωσε μια γερή μπουκιά ψωμί. Με το άλλο χέρι δάγκωσε τη μισή ντομάτα που ήταν κόκκινη και ζουμερή. Τα ζουμιά έφτασαν μέχρι τον αγκώνα, μα δεν έδειξε να ενοχλείται.
Κοίταξε προσεκτικά μέσα στο σακούλι και διάλεξε την πιο όμορφη μαύρη ελιά. Την περιεργάστηκε για αρκετή ώρα πριν τη βάλει στο στόμα του.
Εκείνη τη στιγμή ήθελα να τρέξω προς το μέρος του και να τον ρωτήσω τι σκεφτόταν τόσο σοβαρά ένα τόσο μικρό παιδί, μα δεν κουνήθηκα από τη θέση μου για να μην τον τρομάξω.
Όταν έβαλε την ελιά στο στόμα του έκλεισε τα μάτια και άρχισε να τη μασάει αργά αργά. Αφού τη γύρισε πέντε έξι φορές ανάμεσα στα δόντια, την ξεγύμνωσε εντελώς από τη σάρκα της και μετά την κατάπιε λαίμαργα. Προηγουμένως με μια επιδέξια κίνηση είχε βγάλει το κουκούτσι.
Το κρατούσε ακόμα στη χούφτα του και ετοιμάστηκε να το πετάξει στα βρεγμένα χωράφια δίπλα στο δρόμο, έκανε μάλιστα και την κίνηση, μα το χέρι του έμεινε μετέωρο πάνω απ' το κεφάλι του.
Έδειχνε έντονα προβληματισμένος. Μάλλον κάτι σκέφτηκε ή θυμήθηκε, που του άλλαξε τη γνώμη.
Φύλαξε το κουφάρι της ελιάς στην τσέπη του παντελονιού του και δάγκωσε με όρεξη μια ακόμα μπουκιά ψωμί. Έφαγε και την υπόλοιπη ντομάτα.
Όταν τελείωσε το ψωμί και η ντομάτα, τίναξε τα ψίχουλα από την μπλούζα του, έδεσε σφιχτά με μια κορδέλα το σακούλι τις ελιές και το ξαναέβαλε στην πάνινη τσάντα που δεν είχε ξεκρεμάσει από τον ώμο του.
Σκούπισε ξανά σαν μεγάλος άντρας τις μύξες του, με την ανάστροφη του χεριού, και φόρεσε τα σχεδόν λιωμένα παπούτσια του. Παιδεύτηκε αρκετή ώρα με τα κορδόνια, αλλά στο τέλος κατάφερε να τα κουτσοδέσει.
Στιγμή δεν σκέφτηκα να πάω να τον βοηθήσω. Αυτός ο μικρός, που δεν θα ‘ταν πάνω από έξι εφτά χρόνων, έδειχνε να μην χρειάζεται υποδείξεις για τη ζωή του.
Στιγμή δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού πηγαίνει μονάχος ή πού είναι το σπίτι του ή αν του πέρασε απ' το μυαλό πως η μάνα του θα 'χει τρελαθεί από την αγωνία της που τον έχασε.
Ο μικρός, χορτάτος και με κουτσοδεμένα τα παπούτσια του, σηκώθηκε να φύγει. Βόλεψε την πάνινη τσάντα στον ώμο που φαινόταν βαριά, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τις μύξες, έβγαλε το κουκούτσι από την τσέπη του, το έγλυψε, το κράτησε σφιχτά μέσα στη χούφτα του και πήρε το δρόμο για την πόλη.
Είδα ένα μικρό παιδί στην άκρη του δρόμου που κρατούσε σφιχτά στη χούφτα του το μέλλον του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 15-6-2018

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ (ΚΡΥΦΑ) ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΑΣΕΞΟΥΑΛ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

                                  Daria Petrilli, the lady of the ibis

Τις προάλλες κάποιος με φλέρταρε, μα εγώ έκανα πως δεν κατάλαβα το ενδιαφέρον του. Δεν έχω χρόνο να σπαταλάω καθαρίζοντας ξένους καθρέφτες κι εγώ δεν χρειάζομαι καθρέφτη για ν' αντικρίζω το είδωλό μου.
Δεν πτοήθηκε που δεν ανταποκρινόμουν και συνέχισε να μου εκθέτει τις χαρές του έρωτα, της σχέσης και της συντροφικότητας.
Εγώ εξακολουθούσα να του μιλάω με γενικότητες, περί ανέμων και υδάτων. Προσπαθούσα μ' αυτόν τον τρόπο να τον κάνω ν' απογοητευτεί από μένα και να στρέψω την προσοχή του σε κάποια άλλη, νεότερη ίσως (σαν εκείνον), γυναίκα.
Ήταν πολύ νέος για να ξέρει πως ο σαρκικός έρωτας δεν είναι η κινητήριος δύναμη για όλες τις ηλικίες.
Δεν συγκράτησα ούτε το όνομά του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 14-6-2018

ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟ ΑΓΟΡΙ

                                                    Daria Petrelli

Όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά το ιατρείο του ψυχαναλυτή είχε έντονα την αγωνία του πρωτάρη. Η απόφασή του να επισκεφτεί κάποιον ειδικό στην ψυχική υγεία ήταν κατασταλαγμένη, φρόνιμη και συνετή.
Δεν πήγε γιατί είχε ανάγκη να βρει λύσεις στα προβλήματά του. Δεν χρειαζόταν κάποιον με ακονισμένο ψαλίδι να κόψει το μίτο της δικής του Αριάδνης. Ούτε του είχε γίνει έμμονη ιδέα να τον διαβεβαιώσει κάποιος ειδικός πως δεν ήταν τρελός. Δεν τον ένοιαζε να μάθει κάτι που δεν θα του χρησίμευε ούτως ή άλλως.
Στο ιατρείο είχε έρθει γιατί χρειαζόταν οπωσδήποτε έναν συνομιλητή. Έναν ακροατή καλύτερα, που θα τον άκουγε για σαράντα πέντε ολόκληρα λεπτά χωρίς να τον διακόψει με αγένεια.
Ένοιωθε την ανάγκη να διηγηθεί τη ζωή του σε κάποιον άγνωστο γιατί οι άγνωστοι δεν ακούνε με οίκτο. Ίσως κάποτε μάλιστα να την έκανε βιβλίο.
Ήταν ένα πολύ τυχερό αγόρι. Μέχρι την ενηλικίωσή του ζούσε σε ένα μέρος που υπήρχαν καλές και κακές μάγισσες, αμίλητες υπηρέτριες και πονηροί παραγιοί, εγωιστές πρίγκιπες και τεμπέληδες ιπποκόμοι, θυμωμένοι γείτονες και φοβισμένα κορίτσια, γοητευτικοί αλήτες και σοφοί παραμυθάδες με μουστάκια που έλεγαν τις ιστορίες τους κάτω από τη σκιά της μουριάς.
Έπειτα από έξι μήνες εβδομαδιαίων συνεδριών, ο γιατρός κατάλαβε πως ο μεσήλικας -το πρώην τυχερό αγόρι- δεν ήταν ένα ονειροπαρμένο γεροντοπαλίκαρο, ούτε ήταν ένας ιδιόρρυθμος και μοναχικός φαντασιοκόπος.
Ήταν ένας άνθρωπος που εξιστορούσε τη ζωή που έζησε. Μια ζωή την οποία φίλτραρε και λογόκρινε η αθωότητα και η παιδική ευαισθησία.
Οι αναμνήσεις είχαν μεταλλάξει το παρελθόν σε ένα κόσμο θαυμάσιο, μαγικό και αλληγορικό.
Στον ένα χρόνο ακριβώς, ο γιατρός ήταν πλέον πεπεισμένος πως ο μεσήλικας που ερχόταν κάθε εβδομάδα στην ώρα του και διηγιόταν όλα αυτά τα αδιανόητα με σταθερή και άχρωμη φωνή, ήταν ένα βαθιά πληγωμένο και κακοποιημένο, πρώην τυχερό παιδί.

Μαρία Φουσταλιεράκη 12-6-2018

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

                                                     Iwona Lifsches

Ο θάνατος είναι μια ιδέα, μια γενικότητα, μια θεωρία που τη μελετά η φιλοσοφία και οι θρησκείες του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι το πλέον βέβαιο, καθολικό και αφηρημένο γεγονός.
Ώσπου να γίνει ειδικό και να αφορά κάποιον πολύ προσωπικά.
Όταν έχασε τον πατέρα του ήταν νέος, πολύ νέος για να έχει ξαναδεί από κοντά πεθαμένο άνθρωπο. Όταν συνέβη επιστράτευσε όλη τη λογική της νιότης και όλη τη σκληρότητα της γνώσης για ν' αντιμετωπίσει αυτό το φρικτό ξάφνιασμα γιατί ήταν ξαφνικός ο θάνατος του πατέρα του.
Δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.
Τον είχε δει πριν λίγους μήνες. Ήταν μια χαρά, χαρούμενος, νέος, ακμαίος, χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας.
Αργότερα, πολύ αργότερα -γιατί τον πρώτο καιρό δεν μιλούσε γι' αυτό το θέμα - μου εκμυστηρεύτηκε πως δυο πράγματα θα θυμόταν από το θάνατο του πατέρα του.
Πως λιποθύμησε μόλις τον αντίκρισε μέσα στην κάσα και τα φρόνιμα δεμένα χέρια του στο στήθος.
Όλη τη νύχτα στην αγρύπνια, τον κοιτούσε στα χέρια και του μιλούσε από μέσα του.
Του έλεγε να σηκωθεί και πως η πλάκα τελείωσε τώρα. Πως το κακόγουστο αστείο δεν ήταν πλέον αστείο και πως αυτή η κακόγουστη φάρσα παραπήγε και πως έπρεπε να σηκωθεί επιτέλους από το φέρετρο και να τους ζητήσει συγνώμη που τους κοψοχόλιασε.
Όλη τη νύχτα, μπροστά στις καρέκλες του σαλονιού -εκεί είχαν τοποθετήσει το φέρετρο οι φίλοι του- το νέο αγόρι έκλαιγε από έξω του ενώ από μέσα του τον παρακαλούσε να σηκωθεί. Μα ο πατέρας δεν τον άκουγε και δεν σάλευε καθόλου, δεν κούνησε τα φρόνιμα δεμένα χέρια από το στήθος του ούτε χιλιοστό και ο νεαρός θύμωνε. Όσο η ώρα προχωρούσε, τόσο περισσότερο θύμωνε ο γιος. Με όλους θύμωνε και δεν ήξερε με ποιόν να τα πρωτοβάλει για να ξεσπάσει και να φύγει η ταφόπλακα που είχε κάτσει βαριά στο στήθος του.
Όταν τα ξημερώματα ήρθε ο παπάς για να κοινωνήσει τους στενούς συγγενείς, εκείνος αρνήθηκε να μεταλάβει. Ήταν πολύ θυμωμένος με το Θεό που επέτρεψε αυτή την αδικία. Ήταν θυμωμένος και με τον πατέρα του που τον άφησε ορφανό.
Ο παπάς δεν επέμεινε. Συμφωνούσε με τον νέο. Κι εκείνος θύμωνε με το Θεό όταν έπαιρνε νέους ανθρώπους.
Είχε εκπαιδευτεί όμως να μην το δείχνει.

Μαρία Φουσταλιεράκη 11-6-2018

ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΤΑΚΟΥΝΙ

                                                     Zviad Gogolaur


Δυο βδομάδες έβρεχε ακατάπαυστα. Τα νεύρα ολονών ήταν τεντωμένα. Εγώ έψαχνα να φορέσω τα παπούτσια μου. Τα είχα αφήσει για μια στιγμή και μου τα πήραν. Μια φίλη που με είδε να τα ψάχνω, με καθησύχασε. Είπε πως θα μου έβρισκε αρβυλάκια ανθεκτικά, με είκοσι ευρώ - είχε, λέει, κάτι άκρες -.
Τα παπούτσια που φορούσα όταν ήρθα δεν ήταν δικά μου πια. Το πήρα οριστικά απόφαση όταν ξεκίνησε να βρέχει.
Στην αρχή έπεφτε μια ψιλή μα πολύ επίμονη βροχή. Δεν της έδινες μεγάλη σημασία. Έμοιαζε να 'ναι απ' αυτές που περνάνε γρήγορα. Τώρα το θυμήθηκα! Στο δεξί τακούνι είχα κρύψει λεφτά.
Όταν έφευγα για να σωθώ απ' την πλημμύρα -εγώ και κάτι άλλοι μόνο είδαμε τον κίνδυνο και καταλάβαμε πως θα πνιγούμε αν δεν φύγουμε από κει αμέσως- πρόλαβα και πήδηξα πάνω απ' το χαντάκι που 'χε κόψει στα δύο το χωριό.
Πιάστηκα και βρέθηκα αιωρούμενη πάνω σε μια χοντρή αλυσίδα - σαν αυτές που κρεμάνε τις κούνιες που γυρνάνε γρήγορα στα λούνα παρκ -.
Καθώς στριφογύριζα στην αλυσίδα, που την κρατούσα σφιχτά, φώναξα σ' έναν άντρα να ψάξει για το μικρό μου θησαυρό· για το τακούνι του χαμένου μου παπουτσιού.
Μάλλον κάτι σαν απόδειξη πίστης άκουσε από το στόμα μου εκείνος ο άντρας, κι ενώ στην αρχή αμφισβητούσε τα αισθήματα και τις προθέσεις μου, στη συνέχεια πείστηκε. Δεν τον ένοιαξε που δεν θα με ξανάβλεπε.
Ένας άλλος άντρας - μπορεί να ήταν ο ίδιος και να μην έβλεπα καλά - σκαρφάλωσε σε μια διπλανή, από τη δική μου, αλυσίδα και αφού προσγειώθηκε με ασφάλεια στο έδαφος, με ακολούθησε.
Όταν ήρθαν να κάνουν έλεγχο, ήμουν ξαπλωμένη σε ένα πάρκο και περίμενα να περάσει η ώρα. Είχε σταματήσει επιτέλους και η βροχή.
Ο επικεφαλής γρύλισε μια διαταγή από την είσοδο του πάρκου και γω έτρεξα να ειδοποιήσω τους άλλους να φυλαχτούν.
Κάποιοι, βρισκόταν σε ένα αυτοσχέδιο εκκλησάκι. Απ' έξω έτσι έμοιαζε, αλλά μέσα ήταν μια σκοτεινή σπηλιά με πολλά στρωσίδια στο πάτωμα. Κάπως έτσι φαντάστηκα τις πρώτες χριστιανικές κατακόμβες.
Στο προαύλιο συνάντησα τη φίλη μου, αυτήν που θα μου έβρισκε καινούργια παπούτσια, αλλά δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω γιατί μετά βρέθηκα -δεν θυμάμαι πώς- να συνοδεύω ένα πιτσιρίκι στην εκδρομή του σχολείου του. Θυμάμαι πως πλύναμε τα χέρια μας σε κάτι δημόσιες τουαλέτες και πως ένιωθα τεράστια ευθύνη να το επιστρέψω σώο, πίσω στους γονείς του.
Στο διπλανό κτήριο ήταν φυτεμένα ψηλά δέντρα και στα πλάγια υπήρχε μια μικρή κατηφορική ράμπα. Από εκεί έμπαινε ο κόσμος. Την ώρα που την κατέβαινα -πάλι κάποιον αναζητούσα, αλλά δεν θυμόμουν ποιον- μια ομάδα ένστολων την ανέβαινε.
Μόλις είχε κάνει έλεγχο σε κάποιον που πουλούσε φάρμακα. Του είχαν κόψει πρόστιμο με πολλά μηδενικά, αλλά έκαναν λάθος. Ήταν επιπόλαιος ο έλεγχος που έκαναν. Ο άνθρωπος που πουλούσε τα παραδοσιακά φάρμακα -αποξηραμένα βότανα και ματζούνια- ήταν πέρα για πέρα νόμιμος. Καθώς διαμαρτυρόταν σκέφτηκα πως τελειωμό δεν έχουν οι αδικίες σε όλες τις εποχές. Βρέχει δεν βρέχει.
Τα ταξίδια στο χρόνο με είχαν διαλύσει σωματικά, ένιωθα σαν να είχα φτιάξει μονοκοπανιά ένα πάζλ με δέκα χιλιάδες κομμάτια. Ήμουν απελπιστικά κουρασμένος. Το ότι δεν θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια τι έπρεπε να κάνω στην τελευταία αποστολή, ήταν ξεκάθαρα κακός οιωνός.
Τελευταία αποστολή για φέτος. Θα κάνω χρήση το χάπι της αιφνίδιας επιστροφής. Μετά θα ζητήσω άδεια για τουλάχιστον έξι μήνες. Περισσότερο απ' όλα έχω πεθυμήσει μια μπίρα και να φέρομαι φυσιολογικά. Να μην λογοκρίνουν τις σκέψεις μου υψηλόβαθμοι της υπηρεσίας.

Μαρία Φουσταλιεράκη 8-6-2018

ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΠΑΩ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

                                                            David Martiashvili


Φοράω τα τριμμένα παπούτσια μου και το μπαλωμένο πουκάμισο, αυτό που του λείπει το πάνω κουμπί. Καλώ το ασανσέρ κι ας το φοβάμαι. Μόλις μπαίνω μέσα, λέω καλημέρα σ' αυτόν που με κοιτάει από τον καθρέφτη και τον ενημερώνω με χαρά πως σήμερα θα πάω βόλτα στη θάλασσα.
Του βγάζω το καπέλο σε ένδειξη χαιρετισμού μόλις φτάνω στο ισόγειο. Δεν φοράω καπέλο, αλλά έτσι έχω δει να κάνουν στις ταινίες.
Στο πάρκο κάνω την πρώτη μου στάση. Έχω κρύψει μέσα στους θάμνους μια ταΐστρα για γατιά. Βγάζω από την τσέπη μου τη γατοτροφή και τη γεμίζω. Νερό έχει ακόμα. Χαμογελάω και περπατάω πιο ανάλαφρος. Όχι επειδή ξαλάφρωσα από ένα κιλό βάρος, αλλά επειδή αγαπώ τα γατιά.
Στο δρόμο τα παιδιά με κοροϊδεύουν, τα ίδια που προχθές μου άνοιξαν το κεφάλι, όμως δεν τα κακιώνω. Παιδιά είναι και παίζουν πετροπόλεμο.
Κατηφορίζω κι άλλο, στο δρόμο για τη θάλασσα. Ο ήλιος δεν καίει ακόμα. Ευτυχώς. Γιατί όταν ζεσταίνομαι ιδρώνω και βρομάω. Μου το λένε οι κυρίες που κλείνουν τη μύτη τους όταν περνάνε από δίπλα μου.
Να την η θάλασσα! Έφτασα. Κάθομαι στη άκρη και κρεμάω μέσα τα πόδια μου. Δεν ακουμπάνε στο νερό. Κανείς δεν ακουμπάει το νερό. Μόνο το θαυμάζουν και το φωτογραφίζουν από μακριά.
Λένε πως είναι μολυσμένο και δεν κάνει να κολυμπάμε. Εμένα δεν με νοιάζει αν είναι μολυσμένο.
Δεν κολυμπάω επειδή φοβάμαι, αλλά επειδή ντρέπομαι να ξεντυθώ. Δεν φοράω εσώρουχα από μέσα. Μπορεί να είμαι τρελός, όπως λέει ο κόσμος, αλλά δεν είμαι ανήθικος να με δουν γυμνό τα παιδάκια. Και ας πετάνε πέτρες όταν πλησιάζω. Και ας γιουχάρουν δυνατά όταν απομακρύνομαι. Παιδιά είναι και παίζουν.
Ένα με ρώτησε, μια φορά, γιατί μιλάω συνέχεια και λέω φωναχτά ό, τι σκέφτομαι και ό,τι κάνω. Μα για να ξέρω πως είμαι ζωντανός, του απάντησα. Για να καταλάβω πως δεν έχω ακόμα πεθάνει. Τι χαζή απορία.

Μαρία Φουσταλιεράκη 6-6-2018

Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΜΑΣ

 
                                          Daria Petrelli, The Lady of The Ibis


Η ζωή είναι ένα ατέλειωτο ερωτικό κρεσέντο.
Λικνιζόμαστε και μεγαλώνουμε.
Χορεύουμε και ωριμάζουμε.
Κάθε ώρα.
Συνεχώς.
Αποκτάμε την πολύτιμη σοφία.
Με μια ωρίμαση χωρίς αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες.
Με μια σοφία σεμνή.
Αθόρυβη.
Ατσαλάκωτη.
Ανολοκλήρωτη.
Χάρη στο σμίξιμο και στη σύλληψη μιας ιδέας.
Χάρη στον ήλιο που ζεσταίνει και ανθίζει τους ανθρώπους.
Και χάρη στο φεγγάρι κυρίως.
Που παρηγορεί τα γυμνά κορμιά.
Που τα φωτίζει ώσπου να γίνουν ναοί προσκυνητών.
Εκεί όπου ξυπόλητοι και ασκεπείς γιορτάζουμε, οι θνητοί, την ανάμνηση της γέννησής μας.

Μαρία Φουσταλιεράκη 5-6-2018

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΦΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΡΟΥΧΑ



Φαρδιά ρούχα φορούσα που μου ήταν μεγάλα. Τα φορούσα πάνω απ' τα κανονικά μου ρούχα. Στο δρόμο, τα ξημερώματα, ένας που μου φάνηκε μεθυσμένος, με πέρασε για φτηνή και απαίτησε τις υπηρεσίες μου. Τον στραβοκοίταξα και του ζήτησα να επαναλάβει - τάχα πως δεν άκουσα -.
Το βλέμμα κι η φωνή μου δεν του άφησαν περιθώριο. Μουρμούρισε κάτι που ακούστηκε σαν συγγνώμη κι έφυγε απογοητευμένος.
Στο εργοστάσιο όταν έφτασα, άλλαξα μπροστά στις άλλες. Έβγαλα τα φαρδιά ρούχα και έμεινα από κάτω, με τα άλλα. Από πάνω φόρεσα τα εργατικά. Έτσι δεν χρειάστηκε να ξεγυμνωθώ.
Ήταν νωρίς ακόμα κι η κοιλιά μου δεν φαινόταν. Στα διαλείμματα οι άλλες με πείραζαν.
Είχα αποκτήσει μια εμμονική σχέση με τ' αυγά. Κάθε μέρα έφερνα και τα έτρωγα με μπόλικο πιπέρι. Οι άλλες γελούσαν όταν με έβλεπαν. Το απέδιδαν σε πρόωρη κλιμακτήριο, τόσο που μου είχε ανοίξει η όρεξη. Τι πρόωρη δηλαδή -περασμένα τα είχα τα σαράντα από καιρό.
Ως το τέλος της εγκυμοσύνης κρυβόμουν. Η κοιλιά τον τελευταίο μήνα άρχισε να ξεχωρίζει, μα κανείς δεν σκέφτηκε το προφανές. Ίσως δεν πίστευαν πως στην ηλικία μου θ' αποφάσιζα να γίνω μάνα για πρώτη φορά.
Δεν το αποφάσισα. Μόνο του ήρθε και το κατάλαβα κοντά στον πέμπτο μήνα, όταν κουνήθηκε. Περίοδο είχα κανονικά ως τότε και φυλαγόμουν όποτε ξάπλωνα στο κρεβάτι με άντρα, πού να πάει το μυαλό μου!
Όταν μ' έπιασαν οι πόνοι βρισκόμουν στο πόστο μου. Νυχτερινή βάρδια. Προϊστάμενος ήταν ένας αντιπαθητικός. Δεν έπρεπε να με καταλάβει. Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα να δουλεύω. Κανείς δεν έπρεπε να το καταλάβει.
Αύριο θα τους τηλεφωνήσω πως πέθανε η μάνα μου και πως πρέπει να πάω στο χωριό. Έχω κρατημένη λίγη άδεια απ' την κανονική.
Τρεις μέρες θα μείνω στο νοσοκομείο, έτσι είπε ο γιατρός. Μετά θα βγω και θα γυρίσω πίσω στη δουλειά μου. Δεν πρέπει να χάσω τη δουλειά μου, τι θ' απογίνουμε η μάνα και εγώ; Τον πρώτο καιρό θα σφίγγω τα δόντια και θα βγαίνει η βάρδια. Μαθημένη είμαι στη σκληρή δουλειά.
Ο γιατρός είπε πως θα δώσει το παιδί σε μια καλή οικογένεια που χρόνια παιδεύονται ν' αποκτήσουν δικό τους και δεν μπορούν. Προσφέρθηκαν να μου δώσουν χρήματα.
Εγώ δεν πουλάω παιδιά, του είπα. Να τα κρατήσουν. Τώρα που θα έχουν παιδί θα έχουν πολλά έξοδα. Δικό τους θα είναι. Τ' όνομά τους θα έχει.

Καλύτερα μ' αυτούς παρά με μένα. Μεγάλος καημός το παιδί χωρίς πατέρα. Το ξέρω απ' τη μάνα μου. Κάθε μέρα με καταριέται που με γέννησε.
Χτύπησε επιτέλους το κουδούνι. Λήξη βάρδιας. Πονάω πάρα πολύ, αλλά σφίγγω τα δόντια και κάνω υπομονή. Το πολύ σε μισή ώρα θα περάσει το λεωφορείο και θα λυτρωθώ. Ειδοποίησα ήδη το γιατρό πως θα πάω στο νοσοκομείο.
Να μην ξεχάσω όταν θα βγω, ν' αρχίσω να τρώω διπλές μερίδες το φαγητό. Πρέπει να παχύνω γρήγορα για να μην φαίνομαι αλλιώτικη μέσα στα φαρδιά μου ρούχα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 3-6-2018