Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ


Τρεις στιγμές ήταν συγκλονιστικές στο παράξενο όνειρο που είδε τα ξημερώματα. Λέγεται, πως το όνειρο είναι η ύστατη στιγμή της πραγματικότητας να μας κάνει να καταλάβουμε τ' αυτονόητα ή ακόμα, να βρει λύσεις στο πρόβλημα που μας κάνει να χάνουμε τον ύπνο μας.
Όταν οι απαντήσεις βρίσκονται κάτω απ' τη μύτη μας, αλλά εμείς δε βλέπουμε τίποτα λόγω συναισθηματικής μυωπίας, έρχονται τα όνειρα για να μας σώσουν.

Στην αρχή ήταν βράδυ. Η εποχή ήταν απροσδιόριστη. Δεν ένιωθε ζέστη, μα ούτε και κρύο. Φορούσε ρούχα μάλλον ελαφριά. Άνοιξη θα 'ταν, ή αρχή φθινοπώρου.
Ποιος ξέρει. Μέσα στην ησυχία της νύχτας, μόνο τα βήματα και οι ανάσες τους ακούγονταν. Ερημιά. Άλλοι άνθρωποι δεν υπήρχαν τριγύρω. Σαν παραλία έμοιαζε ο τόπος εκείνος.
Ένας άνδρας και μια γυναίκα περπατούσαν βιαστικά. Στους ώμους κουβαλούσαν από ένα φέρετρο. Ήξεραν καλά από που έρχονταν και ακόμα καλύτερα το που πήγαιναν. Μάλλον η γυναίκα ήταν ο αρχηγός, γι ' αυτό και προχωρούσε πρώτη. Ο άνδρας μάλλον ήταν ο συνεργάτης της.
Μόλις έφτασαν στο σημείο που 'χαν κρύψει τ' αυτοκίνητα, είδαν δυο άγνωστους μαυροφορεμένους άνδρες να τα κλέβουν. Έβαλαν μπροστά τις μηχανές και χάθηκαν στο σκοτάδι αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα. Δεν πρόλαβαν να τους σταματήσουν. Πανικός, κοιτάγματα απόγνωσης κι αιφνίδια αλλαγή σκηνικού.

Ο σύντροφος στο τιμόνι οδηγούσε αμέριμνα.
Συνοδηγός εγώ. Πάλι αγωνία. Για κάποιο άγνωστο λόγο, έπρεπε να επιστρέψουμε σύντομα από κει που φύγαμε. Δεν έπρεπε να θυμώσουν αυτοί που μας περίμεναν.
Οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για όλους.
Ο άνδρας - οδηγός αγνοούσε τις εκκλήσεις μου να βιαστεί. Κάθε λεπτό που περνούσε, φοβόμουν όλο και περισσότερο για τις ζωές μας.
Εκείνος, χωρίς να έχει καμία συναίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασής μας, διασκέδαζε με την αγωνία μου κι αστειευόταν κι από πάνω.
Θύμωνα τόσο πολύ που δεν καταλάβαινε. Αυτός ο συνδυασμός φόβου και θυμού, μου 'χε θολώσει το μυαλό.
Απ' τα νεύρα μου που δεν υπέκυπτε ούτε στις φωνές, ούτε στα παρακάλια να γυρίσουμε πίσω, έβαλα τις φωνές και τα κλάματα και σταμάτησα να προσπαθώ να τον πείσω με τη λογική.
Παραιτήθηκα.
Απόγνωση.
Μιλούσαμε εντελώς διαφορετικές γλώσσες.
Ετερώνυμα.
Τέλος σκηνικού.

Στο τρίτο, ήταν μέρα. Βρεθήκαμε να περπατάμε σε μια παραλία, εγώ και ένας άνδρας. Θυμάμαι την άμμο ν' αγγίζει τα ξυπόλητα πόδια. Ήταν ζεστή.
Μόλις του είχα ανακοινώσει πως ήθελα να χωρίσουμε. Ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Ο νυχτερινός σύντροφος, ο οδηγός, κι αυτός ο άνδρας που χώριζα στην παραλία.
Δεν του άρεσε καθόλου αυτό που άκουσε. Αντέδρασε
έντονα. Αυτός δεν ήθελε να χωρίσουμε. Το πρόσωπό του, αν και σκληρό, έδειχνε πως πονά. Φώναζε.
Κάτι μου 'λεγε πως του χρωστάω. Ίσως εξηγήσεις. Ίσως κάποιο δικό του αντικείμενο ή ένα δώρο που δεν ήθελε να έχω πια στην κατοχή μου.
Δε θυμάμαι καλά.
Θυμάμαι όμως πως γύρισα την πλάτη κι έφυγα αποφασισμένη να μην επιστρέψω.
Ενώ είχα κάνει μερικά βήματα μακριά του, έστρεψα το σώμα μου και του έδειξα την άμμο ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια μου.
Στη χαρίζω όλη αυτή για να με θυμάσαι, του είπα.

Κι αυτή η φράση, είναι ό,τι ειπώθηκε ηχηρά με λέξεις σ' ένα ταραγμένο όνειρο που διαδραματίστηκε βουβό.


Μαρία Φουσταλιεράκη 28-3-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...