Πόνος,
μοναξιά, φιλία και έρωτας τη νύχτα. Στην πόλη, στην κάθε πόλη τα νυχτόβια
πλάσματα αποφεύγουν ν’ αναζητούν την αγάπη κατά τη διάρκεια της μέρας.
Όταν
ξημερώνει, οι ακτίνες του ήλιου καίνε τα μάτια και αυτό θυμίζει αγάπη.
Τα
πλάσματα της νύχτας πάσχουν από φωτοφοβία.
Δεν
αντέχουν τη μέρα, ούτε την αγάπη αντέχουν. Ούτε καν τον εαυτό τους αντέχουν να
βλέπουν τη μέρα.
Γι’
αυτό μόλις νυχτώνει μεταμορφώνονται σε σκιές.
Τα
ναρκωτικά, το σεξ και το αλκοόλ είναι το όχημα που μεταφέρει τις σκιές μέσα
στην πόλη όλη τη νύχτα.
Δεν
είναι εθισμός, είναι το χάδι για να μη νιώθουν μοναξιά. Για να την αντέχουν. Ας
είναι βρώμικο το σεξ, ας είναι πρόστυχο και πληρωμένο. Αντέχεται. Πονάει
λιγότερο απ’ τη μοναξιά.
Τα
γυμνά κορμιά σου πονάνε τα μάτια όταν τα κοιτάζεις. Σου πονάνε την ψυχή. Δε
στάζουν καύλα, στάζουν πόνο και αίμα. Μα δεν πονάνε τα ίδια.
Ο
θεατής πονάει στη θέση τους. Τα πλάσματα της νύχτας έχουν ξεπεράσει τα όρια του
πόνου πηδώντας από ταράτσες, μαχαιρώνοντας, μπαίνοντας στη φυλακή.
Τα
πλάσματα της νύχτας έμαθαν να καταπίνουν αμάσητη την ψυχή τους, γιατί τρέμουν
μη σκαλώσει στο κενό που έχουν ανάμεσα στα δόντια.
«Η
Νύχτα» αντενδείκνυται γι’ ανθρώπους που έχουν ευαίσθητη όσφρηση και κλείνουν τη
μύτη στη βρώμα που αφήνουν οι πληγές της σύγχρονης κοινωνίας. Αντενδείκνυται
για ανθρώπους που δε ντρέπονται που ζουν μέσα σ’ αυτή.
Καθηλωτική
η ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστριών Σίσσυ Δουτσίου και Λίλη Τσεσματζόγλου.
Ευρηματική
και αληθινή η σκηνοθετική ματιά του Τάσου Σαγρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...