Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑ

                                                                    Beryl Cook


Όλοι νόμιζαν πως ήταν μια παράξενη, ξιπασμένη, ξοφλημένη, δύστροπη μα πλούσια παλιόγρια.
Κάποιοι, μάλιστα, έλεγαν πίσω από την πλάτη της πως τα έχανε σιγά σιγά, γιατί συχνά πυκνά, στις αγαπημένες της οικογενειακές συγκεντρώσεις, την έβλεπαν να χαμογελά εν μέσω διαφωνιών.
Στην πραγματικότητα, η ηλικιωμένη δεν καυγάδιζε με τους συγγενείς της, μονάχα διαφωνούσε μαζί τους και αρνιόταν σε ό,τι και να της πρότειναν.
Άργησαν πολύ να καταλάβουν πως η μόνη της χαρά, τα τελευταία χρόνια, ήταν να λέει σε όλα όχι.

Μαρία Φουσταλιεράκη 26-3-2019

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΒΑΖΑ ΒΕΝΖΙΝΗ

                                                           Chagall, Μπλε τοπίο, 1949


Τον είδα με την άκρη του ματιού μου . Ο υπάλληλος έβαζε βενζίνη στο αυτοκίνητό του ενώ εκείνος καθάριζε έναν ανύπαρκτο λεκέ στην πεντακάθαρη οροφή. Χαμογέλασα στη γνώριμη σκηνή και κρύφτηκα πίσω από μια κυριούλα· περίμενε κι εκείνη το λεωφορείο, θα πήγαινε να πάρει την εγγόνα της απ' τον παιδικό σταθμό, την αγαπημένη της, αυτήν που της είχαν δώσει το όνομά της.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο με συμπαθούν οι ηλικιωμένοι και συχνά μου πιάνουν την κουβέντα σε στάσεις λεωφορείων και στην ουρά στο σούπερ μάρκετ. Στο τέλος, εκείνοι με γεμίζουν με ευχές και εγώ τους ανταποδίδω χαμόγελα κατανόησης.
Σίγουρα πηγαίνει σε ρομαντικό ραντεβού. Το ξέρω γιατί δεν φοράει τα ρούχα της δουλειάς. Είναι περιποιημένος, τα μαλλιά του είναι καλοχτενισμένα και σίγουρα μοσχομυρίζει καθαριότητα. Από εδώ που στέκομαι δεν μπορώ να τον μυρίσω, αλλά, παραδόξως, μυρίζω το άρωμά του στην άκρη της μύτης μου. Ακόμα με αναστατώνει αυτό το άρωμα. Ακόμα μου γεννάει σεισμούς αυτό το αρσενικό.
Ήμασταν τόσο αταίριαστοι μα και τόσο ίδιοι. Δύσκολη ένωση. Ζηλεύαμε φρικτά ο ένας τον άλλον και κανένας δεν έκανε πίσω στους καυγάδες. Ας όψεται ο εγωισμός και οι ισχυρές προσωπικότητές μας. Ας προσέχαμε. Αλλά δεν προσέχαμε και, να, τώρα που δεν έχουμε. Τώρα, παίρνει ο καθένας αγκαλιά το πείσμα του και κοιμάται μόνος τα βράδια.
Πλήρωσε τον υπάλληλο και έκανε να φύγει. «Ωχ, όχι! Νομίζω πως με είδε. Έρχεται προς το μέρος μου. Το μυαλό μου μού λέει: τρέχα, αλλά τα πόδια μού λένε: στάσου».
Η κυριούλα μού τραβάει το μανίκι. «Χλώμιασες» μου λέει.
«Είσαι καλά;».
«Καλά είμαι» της απαντάω και ορμάω στο πρώτο λεωφορείο που έφτασε στη στάση. Δεν έχω ιδέα πού πάει, αλλά μου φτάνει που θα με πάρει μακριά από δω. Όχι, δεν θα μείνω να δω τη συνέχεια. Το έχω δει πολλές φορές αυτό το έργο. Απ' έξω κι ανακατωτά το έχω μάθει πια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 5-3-2019

ΟΤΑΝ ΚΑΝΩ ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

                                               The human condition – Rene Magritte


Κάθομαι στον καναπέ και είμαι ακίνητη. Έχω βολευτεί τόσο καλά που μοιάζω με άγαλμα. Κοιτάζω το παράθυρο. Η κουρτίνα είναι μόνιμα τραβηγμένη- έχω ανάγκη να βλέπω τον κόσμο έστω και φυλακισμένο- και ξέρω ακριβώς τι ώρα είναι χωρίς να χρειάζομαι ρολόι. Ξέρω πως είναι η αγαπημένη μου ώρα. Συνεχίζω να κάνω το άγαλμα και μένω ακίνητη με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα πίσω. Έχω κλειστά τα μάτια μου και περιμένω τον ήλιο. Κάθε απόγευμα, κάθε τέτοια ώρα, ίδια ηλιοτρόπιο εγώ, λούζομαι με ήλιο. Πρώτα βλέπω τις λαμπερές ακτίνες και κατόπιν τις νιώθω στο πρόσωπό μου. Νομίζω πως μου λείπει φροντίδα και είναι η μόνη μου ευκαιρία να την αποκτήσω αν βρίσκομαι στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη ώρα και ακίνητη. Όσο οι ακτίνες μού χαϊδεύουν το πρόσωπο και τα μαλλιά, νιώθω θαυμάσια, ανάλαφρη και όμορφη. Δεν πονάω, δεν νιώθω θλίψη, δεν έχω ανάγκες, δεν μου λείπει τίποτα. Κάθε τέτοια ώρα, σ' αυτά τα λίγα λεπτά που κάνει ο ήλιος να ξεψυχήσει, είμαι στ' αλήθεια ευτυχισμένη.

Μαρία Φουσταλιεράκη 4-3-2019

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΑΞΙ

                                                                              Kenton Nelson


Είχαν κοπεί τα πόδια μου. Η καρδιά μου έκανε όσο θόρυβο κάνει το αντλιοστάσιο στο χωριού του παππού μου. Έβγαλα διακριτικά τη βεντάλια που κουβαλούσα πάντα στην τσάντα μου, σήκωσα διακριτικά το φουστάνι μου και έκανα αέρα ανάμεσα στα μπούτια μου.
Ευτυχώς έκανε ζέστη σήμερα, έτσι αν κάποιου το μάτι έπεφτε κάτω απ' το τραπέζι, το πολύ πολύ να νόμιζε πως είμαι υπερβολική· δεν έκανε δα τόση ζέστη.
Είχα σκυλοβαρεθεί και ο ιδρώτας που έτρεχε στην πλάτη μου με έκανε να νιώθω βρόμικη.
Σηκώθηκα απότομα και χωρίς να δώσω εξήγηση στους συγγενείς, πήρα την τσάντα μου και ψέλλισα στο αυτί του άντρα μου πως μου αδιαθέτησα και γι' αυτό φεύγω.
Μου έκανε ένα αόριστο νεύμα πως θα βρεθούμε αργότερα και συνέχισε να λέει χαζογελώντας, το ανέκδοτο που έλεγε πάντα στις οικογενειακές συνεστιάσεις.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το ανέκδοτο με εκνεύριζε και μού τριβέλιζε το μυαλό όση ώρα περίμενα για ταξί. Ήταν εντελώς ανόητο, σεξιστικό και χυδαίο: έλεγε για έναν κακομοίρη και αδαή κερατά που όλοι κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του.
Άρχισα να χάνω την υπομονή μου που δεν ερχόταν ταξί. Είπα ψέματα πως πάω στο σπίτι επειδή τάχα λερώθηκα, η αλήθεια είναι πως έφυγα γιατί δεν άντεχα άλλο να ακούω τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Μπάφιασα, βλέπεις όλο το σόι ήταν σε απαρτία σήμερα!
Ταξί δεν έβλεπα στον ορίζοντα, η ορθοστασία με είχε κουράσει αφάνταστα, το φούντωμα στο κορμί μου ξαναγύρισε και το ταμπούρλο -που χτυπούσε μέσα στο στήθος μου- με έκανε να φοβηθώ πως αν πάθω –αυτή τη στιγμή- κρίση πανικού, δεν θα μπορέσω να την ελέγξω με τις τεχνικές που ήξερα.
Είχα σκύψει το κεφάλι και ανέπνεα ρυθμικά μετρώντας από μέσα μου. Κάποιος μού μιλούσε -το ήξερα χωρίς να βλέπω πρόσωπο- άκουγα μόνο μια φωνή, μα δεν ξεχώριζα καθόλου λέξεις.
Η αναπνοή μου ήρθε κάποια στιγμή στα συγκαλά της και η καρδιά μου χτυπούσε επιτέλους, σχετικά, φυσιολογικά. Η καταστροφή είχε αποφευχθεί· για την ώρα τουλάχιστον.
Ένας άνδρας, ένας γοητευτικότατος νεαρός άνδρας με κοιτούσε με ανησυχία και με ρωτούσε επίμονα, ξανά και ξανά, αν είμαι καλά και αν χρειαζόμουν ιατρική βοήθεια. Τον ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον του και του εξήγησα πως, περιμένοντας για ταξί, ένιωσα μια ξαφνική σκοτοδίνη -μια δυσφορία- μα πως τώρα νιώθω αρκετά καλύτερα.
Προσφέρθηκε ευγενικά να με πάει με το αυτοκίνητό του στον προορισμό μου, και χωρίς να πολυσκεφτώ, απάντησα αγανακτι-σμένη: κάπου που να μην με βρει ποτέ κανείς. Τους σιχάθηκα όλους.
Πού να 'ξερα εκείνη τη στιγμή πως αυτός ο άγνωστος άνθρωπος θα πραγματοποιούσε αυτήν την άμυαλη επιθυμία μου.
Και που να 'ξερε κι εκείνος, πως δεν χρειαζόταν να ασκήσει τόση βία. Θα του δινόμουν οικειοθελώς. Το είχα αποφασίσει πολύ πριν δω τη λάμψη της λεπίδας να λάμπει μέσα από τα μάτια του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 19-2-2019

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΗΣ

                                                      Malcolm T. Liepke


Μόνο όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα πως ο κύριος..., ο οικογενειακός μας φίλος, ήταν παιδεραστής· παλιά, αυτές τις λέξεις δεν τις ξέραμε. Ο κύριος... ήταν οικογενειακός φίλος και συνεργάτης του θείου μου. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας και πηγαίναμε και εμείς επίσκεψη στο δικό του. Είχε μια κόρη και έναν γιο, συνομήλικους μ' εμάς, και κάναμε καλή παρέα. Πηγαίναμε στο γυμνάσιο τότε.
Ο κύριος... ήταν ψηλός, γεροδεμένος και καθόλου όμορφος - του έλειπε ένα μπροστινό δόντι και στο κεφάλι του είχε ήδη φαλάκρα-, αλλά ήταν μάγκας. Οι κινήσεις, τα λόγια, -τα έλεγε ωραία ο άτιμος-, το στήσιμό του γενικότερα, παρέπεμπε στην ιδανική εικόνα που είχα, τότε, για τους άντρες.
Έναν τέτοιον άντρα ονειρευόμουν να βρω. Όχι αυτόν, ούτε καν περνούσε απ' το μυαλό μου κάτι τέτοιο -είχε την ηλικία του πατέρα μου- εγώ τον γιο του είχα βάλει στο μάτι, αλλά, δυστυχώς, εκείνος δεν είχε κληρονομήσει τη μαγκιά του πατέρα του: ήταν μεν πολύ όμορφος, αλλά ήταν επίσης και πολύ κακομαθημένος και ψευτόμαγκας.
Όταν ο κύριος... άρχισε να με ρωτάει - κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι- για αγόρια και σεξ, ντρεπόμουν να του απαντήσω γιατί δεν είχα σπουδαίες εμπειρίες να του διηγηθώ. Ερμήνευσε τον δισταγμό μου για ντροπαλοσύνη και άρχισε να με παινεύει πως τάχα, δεν μπορεί, αποκλείεται, θα έκαναν ουρά τ' αγόρια για ένα τόσο όμορφο κορίτσι, που είχε και τόσο τέλειο σώμα.
Εγώ πίστεψα πως μου έκανε τόσα γενναιόδωρα κομπλιμέντα για να μου δώσει θάρρος και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και δεν σκέφτηκα στιγμή πως μπορεί να με κοιτάζει ερωτικά. Αφού ξεπέρασα την αρχική ντροπή όταν μιλούσαμε για σεξουαλικά ζητήματα, ξεκίνησα να τον βλέπω σαν συνομήλικο -παρόλη την τεράστια διαφορά ηλικίας που είχαμε- και όταν μια φορά με κάλυψε στη μαμά μου -που παραλίγο να με τσακώσει με αναμμένο τσιγάρο στο στόμα- κέρδισε αιώνια ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη, εκτός από την παντοτινή φιλία μου.
Σαν καλά φιλαράκια, λοιπόν, που γίναμε, πηγαίναμε συχνά οι δυο μας για καφέ, για τσίπουρα και για φαγητό, και πάντοτε κάναμε -ομολογουμένως- όμορφες και βαθυστόχαστες συζητήσεις. Μου φερόταν ευγενικά, φιλικά, με πρόσεχε σαν σπάνιο λουλούδι και ποτέ δεν άπλωσε πονηρά χέρι πάνω μου και δεν υπονόησε, έστω, κάτι ερωτικό για εκείνον και για μένα.
Στο σπίτι μας, εκτός από τις φορές που τον καλούσαν οι γονείς μου, πολλές φορές ερχόταν για καφέ και όταν έλειπαν. Πάντα μου έφερνε τσιγάρα, τσίχλες και τις αγαπημένες μου σοκολάτες. Ένιωθα πολύ τυχερή που είχα έναν τόσο καλό φίλο και καθόλου δεν με παραξένευε που μου ζητούσε να κρατάω κρυφές, από όλους, τις συναντήσεις μας.
Μια φορά, ένα μεσημέρι που ήρθε για καφέ, με βρήκε κλειδαμπαρωμένη και με κατεβασμένα τα πατζούρια, στο δωμάτιό μου, σε κακή ψυχολογική κατάσταση: ήμουν πολύ στεναχωρημένη, έκλαιγα επειδή είχα μαλώσει άσχημα με τον φίλο μου και το είχα πάρει κατάκαρδα. Του άνοιξε την πόρτα η αδερφή μου -υποψιάζομαι και πως μαζί της διατηρούσε παρόμοιες σχέσεις- και όταν του είπε τα καθέκαστα, αμέσως ήρθε μέσα να με παρηγορήσει.
Εκείνη την ώρα εγώ είχα αποκοιμηθεί, αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο μου μυξόκλαιγα. Δεν άνοιξε το φως για να μην με ενοχλήσει, ήρθε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να μου μιλάει χαϊδεύοντάς μου ταυτόχρονα τα μαλλιά. Μου έλεγε λόγια παρηγορητικά και ενθαρρυντικά: πως έπρεπε να ξεχάσω τον φίλο μου που με πλήγωσε, γιατί, τόσο όμορφη που ήμουν, μπορούσα να έχω όποιον άντρα ήθελα να σέρνεται στα πόδια μου.
Όσο μου μιλούσε, συνέχισε να με χαϊδεύει παρηγορητικά στο κεφάλι, στους ώμους και στο λαιμό και σιγά σιγά τα χέρια του ξεθάρρευαν και έμπαιναν μέσα από τη μπλούζα - να χαϊδέψουν το στήθος- και μετά έμπαιναν μέσα από το παντελόνι -να χαϊδέψουν το εσώρουχο.
Ο νανουριστικός ήχος της φωνής του μαζί με το απαλό του άγγιγμα, μού προκάλεσαν σιγά σιγά τόσο έντονο ερεθισμό που δεν μπορούσα να τον σταματήσω όταν έβαλε τα δάχτυλά του μέσα από το μουσκεμένο μου εσώρουχο.
Τον άφησα να με χαϊδεύει και να με φιλάει για πολλή ώρα. Η ηδονή που μου πρόσφερε με τη γλώσσα και τα δάχτυλά του με είχε παραλύσει. Η τόση καύλα ήταν, εκείνη τη στιγμή, υπεράνω ντροπής.
Αργότερα ντράπηκα, τόσο πολύ που ποτέ δεν το αποκάλυψα σε κανέναν.
Θα μπορούσα να βάλω τις φωνές εκείνη την ώρα. Θα μπορούσα να τον σταματήσω αν ήθελα. Αλλά δεν έκανα τίποτα απ’ αυτά. Ήταν φίλος μου και τον εμπιστευόμουν.

Μαρία Φουσταλιεράκη 17-2-2019

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

                                                            Untitled by Tang Zhigang


Τώρα που ο πατέρας 

κοιμάται 

στο μνήμα

ευκαιρία βρήκα

να του πω

σ' αγαπώ.

Είμαι τάχα 

ένοχος 

ή 

νιώθω 

κολασμένα λυτρωμένος;


Μαρία Φουσταλιεράκη 8-1-2019

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΓΚΡΙΖΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΜΕ ΜΕΛΙ

                                                            Ruff by Peter Adderley


Δεν είχα χορτάσει ακόμα ύπνο μα το όνειρο μού ξύπνησε όλες τις αισθήσεις. Έγλυφα, λέει, μια φρυγανιά με μέλι, ήμουν γύρω στα πέντε, άνοιξη στον κήπο μας, ξυπόλυτη και απόλυτα ευτυχισμένη -όπως ξέρουν μόνο τα μικρά παιδιά να είναι.
Ψαχούλεψα στο κομοδίνο για νερό και το ήπια όλο, αν και ήταν όνειρο, η γλύκα του μελιού ήταν ολοζώντανη και με δίψασε. Άνοιξα τα πατζούρια και σήκωσα, από συνήθεια, τα μάτια στον ουρανό. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν είχε ξημερώσει· ένα σκούρο πέπλο τον κάλυπτε πέρα ως πέρα. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην πατήσω τον διακόπτη όμως εστίασα με προσοχή και τα μάτια μου συνήθισαν στο λιγοστό φως.
Ο γάτος, σαν με άκουσε πως σηκώθηκα, ήρθε να εισπράξει πρωινά χάδια. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σκουρόχρωμο πέπλο του ουρανού και αναρωτήθηκα αν αυτό το χρώμα ονομάζουν γκρι σουρί οι Γάλλοι.
Μέχρι να πάω στην κουζίνα, να στύψω το χυμό από τέσσερα πορτοκάλια -τον ήπια μονορούφι και με αγωνία μην προλάβουν και πεθάνουν οι βιταμίνες- το πέπλο άρχισε να σηκώνεται και ξαφνικά εμφανίστηκε έξω μια σκούρα μελαγχολική μα όμορφη μέρα.
Όταν γύρισα πίσω στο δωμάτιο, παρέα με το πιάτο μου, είδα πως στα κάγκελα υπήρχαν χοντρές σταγόνες βροχής και πως σε μερικά σημεία είχαν γίνει λάσπες.
"Πρέπει να καθαρίζω πιο τακτικά το μπαλκόνι", σκέφτηκα.
Έφαγα στα όρθια, μπροστά στην μπαλκονόπορτα, μια φέτα με μέλι· δεν ήταν το ίδιο νόστιμο, και όσο μασούλαγα το ψωμί, κοίταζα αδιάφορα τις λάσπες και τα πεθαμένα φύλλα που είχαν γίνει σκουπίδια.
Όταν τελείωσα, έπλυνα τα δόντια μου, βούρτσισα τα μαλλιά μου και έβαλα μπόλικη αντιρυτιδική κρέμα στο πρόσωπό μου. Δεν άλλαξα ρούχα, αποφάσισα να μείνω με τις πιτζάμες. Διάλεξα ένα βιβλίο ταιριαστό με τον καιρό και ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού -εκεί είναι μεγαλύτερα τα παράθυρα-.
Δεν πρόλαβα να βολευτώ στη χνουδωτή κουβέρτα -χειμωνιάτικη συντροφιά για το διάβασμα- και ξεκίνησε να βρέχει.
Στην αρχή η βροχή ήταν ψιλή, με το ζόρι τη διέκρινα, αν και είχε βγει μια φέτα ο ήλιος, αλλά αμέσως μετά, χόντρυναν οι στάλες και έπεφταν με ορμή στα κάγκελα, στα τζάμια και στην μεταλλική τέντα του γείτονα.
Διάβαζα κάμποση ώρα, είχα απορροφηθεί και δεν ξέρω για πόσο ακόμα συνεχίστηκε ο χαλασμός εκεί έξω. Όταν πόνεσαν τα μάτια μου και έκλεισα το βιβλίο, σημείωσα στο μυαλό μου τη σελίδα 93. Το ακούμπησα, με κλειστά μάτια, στο τραπεζάκι δίπλα μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ο ήχο της βροχής που όσο δυνάμωνε, τόσο με νανούριζε. Μετά δεν ξέρω. Αποκοιμήθηκα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 30-1-2019