Malcolm T. Liepke
Μόνο όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα πως ο
κύριος..., ο οικογενειακός μας φίλος, ήταν παιδεραστής· παλιά, αυτές τις λέξεις δεν τις ξέραμε. Ο
κύριος... ήταν οικογενειακός φίλος και συνεργάτης του θείου μου. Ερχόταν συχνά
στο σπίτι μας και πηγαίναμε και εμείς επίσκεψη στο δικό του. Είχε μια κόρη και
έναν γιο, συνομήλικους μ' εμάς, και κάναμε καλή παρέα. Πηγαίναμε στο γυμνάσιο
τότε.
Ο κύριος... ήταν ψηλός, γεροδεμένος και καθόλου
όμορφος - του έλειπε ένα μπροστινό δόντι και στο κεφάλι του είχε ήδη φαλάκρα-,
αλλά ήταν μάγκας. Οι κινήσεις, τα λόγια, -τα έλεγε ωραία ο άτιμος-, το στήσιμό
του γενικότερα, παρέπεμπε στην ιδανική εικόνα που είχα, τότε, για τους άντρες.
Έναν τέτοιον άντρα ονειρευόμουν να βρω. Όχι αυτόν,
ούτε καν περνούσε απ' το μυαλό μου κάτι τέτοιο -είχε την ηλικία του πατέρα μου-
εγώ τον γιο του είχα βάλει στο μάτι, αλλά, δυστυχώς, εκείνος δεν είχε
κληρονομήσει τη μαγκιά του πατέρα του: ήταν μεν πολύ όμορφος, αλλά ήταν επίσης
και πολύ κακομαθημένος και ψευτόμαγκας.
Όταν ο κύριος... άρχισε να με ρωτάει - κλείνοντάς
μου πονηρά το μάτι- για αγόρια και σεξ, ντρεπόμουν να του απαντήσω γιατί δεν
είχα σπουδαίες εμπειρίες να του διηγηθώ. Ερμήνευσε τον δισταγμό μου για
ντροπαλοσύνη και άρχισε να με παινεύει πως τάχα, δεν μπορεί, αποκλείεται, θα έκαναν
ουρά τ' αγόρια για ένα τόσο όμορφο κορίτσι, που είχε και τόσο τέλειο σώμα.
Εγώ πίστεψα πως μου έκανε τόσα γενναιόδωρα κομπλιμέντα
για να μου δώσει θάρρος και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και δεν σκέφτηκα στιγμή
πως μπορεί να με κοιτάζει ερωτικά. Αφού ξεπέρασα την αρχική ντροπή όταν
μιλούσαμε για σεξουαλικά ζητήματα, ξεκίνησα να τον βλέπω σαν συνομήλικο -παρόλη
την τεράστια διαφορά ηλικίας που είχαμε- και όταν μια φορά με κάλυψε στη μαμά
μου -που παραλίγο να με τσακώσει με αναμμένο τσιγάρο στο στόμα- κέρδισε αιώνια
ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη, εκτός από την παντοτινή φιλία μου.
Σαν καλά φιλαράκια, λοιπόν, που γίναμε, πηγαίναμε
συχνά οι δυο μας για καφέ, για τσίπουρα και για φαγητό, και πάντοτε κάναμε
-ομολογουμένως- όμορφες και βαθυστόχαστες συζητήσεις. Μου φερόταν ευγενικά,
φιλικά, με πρόσεχε σαν σπάνιο λουλούδι και ποτέ δεν άπλωσε πονηρά χέρι πάνω μου
και δεν υπονόησε, έστω, κάτι ερωτικό για εκείνον και για μένα.
Στο σπίτι μας, εκτός από τις φορές που τον καλούσαν
οι γονείς μου, πολλές φορές ερχόταν για καφέ και όταν έλειπαν. Πάντα μου έφερνε
τσιγάρα, τσίχλες και τις αγαπημένες μου σοκολάτες. Ένιωθα πολύ τυχερή που είχα
έναν τόσο καλό φίλο και καθόλου δεν με παραξένευε που μου ζητούσε να κρατάω
κρυφές, από όλους, τις συναντήσεις μας.
Μια φορά, ένα μεσημέρι που ήρθε για καφέ, με βρήκε
κλειδαμπαρωμένη και με κατεβασμένα τα πατζούρια, στο δωμάτιό μου, σε κακή
ψυχολογική κατάσταση: ήμουν πολύ στεναχωρημένη, έκλαιγα επειδή είχα μαλώσει
άσχημα με τον φίλο μου και το είχα πάρει κατάκαρδα. Του άνοιξε την πόρτα η
αδερφή μου -υποψιάζομαι και πως μαζί της διατηρούσε παρόμοιες σχέσεις- και όταν
του είπε τα καθέκαστα, αμέσως ήρθε μέσα να με παρηγορήσει.
Εκείνη την ώρα εγώ είχα αποκοιμηθεί, αλλά ακόμα και
μέσα στον ύπνο μου μυξόκλαιγα. Δεν άνοιξε το φως για να μην με ενοχλήσει, ήρθε,
κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να μου μιλάει χαϊδεύοντάς μου
ταυτόχρονα τα μαλλιά. Μου έλεγε λόγια παρηγορητικά και ενθαρρυντικά: πως έπρεπε
να ξεχάσω τον φίλο μου που με πλήγωσε, γιατί, τόσο όμορφη που ήμουν, μπορούσα
να έχω όποιον άντρα ήθελα να σέρνεται στα πόδια μου.
Όσο
μου μιλούσε, συνέχισε να με χαϊδεύει παρηγορητικά στο κεφάλι, στους ώμους και
στο λαιμό και σιγά σιγά τα χέρια του ξεθάρρευαν και έμπαιναν μέσα από τη
μπλούζα - να χαϊδέψουν το στήθος- και μετά έμπαιναν μέσα από το παντελόνι -να
χαϊδέψουν το εσώρουχο.
Ο νανουριστικός ήχος της φωνής του μαζί με το απαλό
του άγγιγμα, μού προκάλεσαν σιγά σιγά τόσο έντονο ερεθισμό που δεν μπορούσα να
τον σταματήσω όταν έβαλε τα δάχτυλά του μέσα από το μουσκεμένο μου εσώρουχο.
Τον
άφησα να με χαϊδεύει και να με φιλάει για πολλή ώρα. Η ηδονή που μου πρόσφερε
με τη γλώσσα και τα δάχτυλά του με είχε παραλύσει. Η τόση καύλα ήταν, εκείνη τη
στιγμή, υπεράνω ντροπής.
Αργότερα
ντράπηκα, τόσο πολύ που ποτέ δεν το αποκάλυψα σε κανέναν.
Θα μπορούσα να βάλω τις φωνές εκείνη την ώρα. Θα
μπορούσα να τον σταματήσω αν ήθελα. Αλλά δεν έκανα τίποτα απ’ αυτά. Ήταν φίλος
μου και τον εμπιστευόμουν.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 17-2-2019