Μια
σκέψη είχε ξυπνήσει νωρίς το πρωί, πριν από κείνη. Χωρίς να κάνει θόρυβο, έγινε
σκιά και μετακινήθηκε αργά στην άκρη του κρεβατιού.
Ο
γάτος που κοιμόταν ως εκείνη την ώρα, τέντωσε τ' αυτιά του, καμπούριασε το
κορμί του και χασμουρήθηκε. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο μα δεν είδε τίποτα
παράξενο ή ενδιαφέρον.
Μια
μύγα μονάχα καθόταν στην κουρτίνα, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να την κυνηγήσει
τώρα. Ίσως μετά, όταν θα ξυπνούσε και θα βαριόταν.
Βολεύτηκε
ανάμεσα στα πέλματα της κυράς του, το αγαπημένο του μέρος για ύπνο, γουργούρισε
νωχελικά και βυθίστηκε ξανά στον ύπνο.
Η
σκιά, αφού σιγουρεύτηκε πως με την παρουσία της δεν προκάλεσε αναστάτωση,
γλίστρησε απ' τη χαραμάδα της κρεβατοκάμαρας και πήγε προς στο σαλόνι.
Κάτι
έψαχνε να βρει, αλλά δεν ήξερε τι.
Το
όνειρο που τη γέννησε τα ξημερώματα, είχε ταράξει τη γυναίκα που κοιμόταν με το
γάτο στα πόδια της εκεί στην άκρη του κρεβατιού.
Στο
όνειρο, ένας παλιός έρωτας την είχε επισκεφθεί. Ένας άνδρας που είχε πολύ καιρό
να τον σκεφτεί και νόμιζε πως τον είχε πλέον ξεπεράσει.
Η
ζωή την είχε αλλάξει πολύ από τη μέρα του χωρισμού τους.
Εκείνος
γύρισε για να της ζητήσει να τον συγχωρέσει.
Γύρισε
γιατί την ήθελε και πάλι στη ζωή του. Της είπε πως δεν κατάφερε να την
ξεπεράσει. Πως ο χωρισμός ήταν δικό του λάθος.
Κανονικά
θα έπρεπε να χαρεί. Είχαν μια όμορφη σχέση που κράτησε καιρό, παρ' όλες τις
διαφορές τους.
Δε
χάρηκε όμως. Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε.
Είχε
καταφέρει να ξεφορτωθεί κάθε ανάμνηση και κάθε τι που της θύμιζε την παρουσία
του, τουλάχιστον μέσα στο σπίτι.
Δεν
είχε νόημα, ούτε καν από ματαιοδοξία να θέλει να είναι πάλι μαζί.
Η
σκιά κοιτούσε γύρω - γύρω με προσοχή. Αν και ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν
αυτό το σπίτι, ένιωσε πολύ οικείο το περιβάλλον του. Ειδικά την ακαταστασία που
έβλεπε στο γραφείο που βρισκόταν δίπλα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα.
Υπήρχαν
πάνω του στοίβες με βιβλία` κάποια ήταν ανοιχτά, χειρόγραφα με μουτζούρες,
σβήστρες, μολύβια, στυλό και ένα τασάκι με υπολείμματα από κεράσια και στάχτες.
Ξεκίνησε
να διαβάζει κάποιες τυπωμένες σελίδες.
Ήταν
ένα μυθιστόρημα με κόκκινες διορθώσεις. Μάλλον το είχε γράψει η κυρία που
κοιμόταν μέσα στην κρεβατοκάμαρα γιατί σε μια τυχαία σελίδα που άνοιξε, διάβασε
για ένα γάτο που έμοιαζε πολύ με το γάτο που άφησε να κοιμάται χαρούμενος στην
άκρη του κρεβατιού.
Την
ίδια στιγμή, σε μια άλλη πόλη, όχι πολλές ώρες μακριά, ένας άνδρας στριφογύριζε
ανήσυχος στο κρεβάτι του. Δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα.
Βασανιζόταν
από την επίμονη σκέψη μιας γυναίκας.
Μιας
γυναίκας που η μορφή της του 'φερνε αναμνήσεις τρυφερότητας και αγάπης.
Σε
μερικές ώρες, στο σπίτι της θα έφτανε η ανθοδέσμη που της έστειλε.
Σήμερα
ξημέρωνε η μέρα των γενέθλίων της.
Τις
τέσσερις προηγούμενες χρονιές της έστειλε ανώνυμα λουλούδια.
Φέτος
της έστειλε μια ανθοδέσμη με κάρτα, αλλά χωρίς υπογραφή.
Έγραφε
μονάχα, σ' αγαπώ ακόμα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 15-6-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...