St.
Florian Monastery, Αυστρία
Στη βιβλιοθήκη την παμπάλαια
και ξακουστή
Στα πολυάριθμα ράφια όλου του
νέου κόσμου
Με καρτερία περίμεναν τα
βιβλία των Σοφών
Τους πιστούς τους
αναγνώστες να τα διαβάσουν
Όλα προνόησαν και είχαν
στα εξώφυλλα τους
Χρώματα γυαλιστερά σε πολύ
όμορφες εικόνες
Για τίτλους είχαν θέματα
ευφάνταστα και χτυπητά
Το βλέμμα όλων να προσελκύει,
πολύ να τα θελήσει
Τα βιβλία δανείζονταν
συστηματικά όλα με τη σειρά
Σταθεροί οι αναγνώστες, δεν
περιφρόνησαν κανένα
Παράπονο δεν υπήρχε στην
ουρά, όλα καμάρωναν
Και με αυταρέσκεια
χαμογελούσαν το ένα στο άλλο
Κρυφά παρακαλώντας να
γίνουν λίγο πιο δημοφιλή
Μια μέρα είπαν πως την
αίθουσα πρέπει ν’ αλλάξουν
Χιλιάδες ήταν πια, ο χώρος
ξαφνικά μίκρυνε πολύ
Δεν ήταν δυνατόν άλλο να
ζούνε έτσι στριμωγμένα
Ένας παλιός υπάλληλος όλα τα
μετέφερε με τη σειρά
Ευλαβικά, μεγάλο φόβο είχε
μην τα σκίσει από λάθος
Και όταν τα έβαλε όλα με
καμάρι στη νέα τους σειρά
Το βλέμμα πέφτει ξαφνικά
στο πίσω σκονισμένο ράφι
Μια ράχη βλέπει να
ξεπροβάλλει λίγο απ’ τα σκοτεινά
Ίσα που φαίνονταν, ήτανε
στο βάθος καλά κρυμμένη
Το εξώφυλλό βλέπει και δεν
είναι καθόλου λαμπερό
Χρώματα μπορεί να είχε
κάποτε, ίσως να ήταν ωραία
Τώρα θαμπωμένα και απ’ το
χρόνο είχαν ξεθωριάσει
Με τίτλο γκριζαρισμένο, δε
μπορούσε να τον διαβάσει
Του φάνηκε πως μάλλον έγραφε "Το νόημα της Ζωής"
Αλλά μπορεί κάτι τελείως
διαφορετικό να εννοούσε
Κατάκοπος ο υπάλληλος όπως
ήταν από τη δουλειά
Με παιδική χαρά το
αγκαλιάζει και με τις δυο παλάμες
Οκλαδόν στο πάτωμα κάθεται
λίγο να ξεκουραστεί
Πολύ ευλαβικά το ακουμπά,
δεν θέλει να το θίξει
Όλα τα φύλλα του ήταν
εύθραυστα και πολύ λεπτά
Το εξώφυλλο σαν
παρατήρησε, ήταν ταλαιπωρημένο
Περίεργες μικρές σελίδες έχει,
μόνο καμιά εικοσαριά,
Ξεκίνησε λοιπόν να το
διαβάζει, φανερά απορημένος
Απ’ τον επίγειο κόσμο
χάνεται, το μυαλό του ταξιδεύει
Στο άπειρο μεταφέρεται, σε
άδυτα της δικής του ψυχής
Στην αίθουσα σαν
ξαναγύρισε, σε πραγματικότητα πεζή
Όλο το είναι του στέκει εντελώς
ακίνητο και βουρκωμένο
Στο νου του να χωρέσει με βαρύ
αναστεναγμό δε μπορεί
Πώς πέρασαν τα χρόνια στην
ίδια πάντα αυτή δουλειά
Απορεί, χωρίς κανένας να
το έχει ως τώρα ανακαλύψει
Σκέφτεται πόσο πόνο θα
είχε γλυτώσει μέσα στη ζωή
Και από πόσο άδικες
προσμονές και ατέρμονες αγωνίες
Ο έντιμος υπάλληλος αποφασίζει
και με ένα αναστεναγμό
Κρυφά το κλέβει, λάφυρο πανάκριβο
ήταν πλέον δικό του
Ένιωσε πως του ήτανε
γραφτό να έχει το ασήμαντο βιβλίο
Χάρισμα του να γίνει,
νόμιζε πως μάλλον το’ θελε κι εκείνο
Το νόημα του βιβλίου γενέθλιο
δώρο εκλεκτό μόνο γι’ αυτόν
Μια λέξη μόνο έγραφε επάνω
στην κορυφή
Μια λέξη χρόνια τώρα
χιλιοειπωμένη
Μα έπρεπε να τη δει
γραμμένη στο χαρτί
Και αυτός και όλος ο
κόσμος για να πιστέψει
Πως το νόημα τελικά της
ίδιας της Ζωής
Ήταν μονάχα ετούτη εδώ η κεφαλαία
λέξη
Μπροστά του
επαναλαμβανόταν από την αρχή
Και ως το τέλος του
ταπεινού αυτού θησαυρού
ΑΓΑΠΗ ΑΓΑΠΗ
ΑΓΑΠΗ ΑΓΑΠΗ ΑΓΑΠΗ
Γράφει σε όλες τις
σελίδες, σε κάθε του σειρά
Μια λέξη μόνο, μα όλο το νόημα
του κόσμου
Έχει μέσα της με λατρεία
μάνας συμπυκνωμένο
Αποκάλυψη, δώρο διαχρονικό
για κάθε ζωντανή ψυχή
που πάτησε πόδι σ’ αυτό
τον αστραφτερό
μα μπερδεμένο κόσμο
ΦΜ 15/9/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...