Princesses oubliées ou inconnues by Rebecca Dautremer
Με
το ζόρι κουβαλούσε το κορμί του ως το σπίτι. Μισούσε τόσο πολύ τις καθημερινές.
Μια επαναλαμβανόμενη κουραστική και αδιάφορη ρουτίνα ήταν όλες οι μέρες του:
ξυπνούσε στις 5:30 το πρωί, έτρωγε μια φέτα σκέτο ψωμί, έπινε ένα δυνατό ρόφημα
με ζάχαρη και έφευγε να πάει στη δουλειά του.
Στη
στάση συναντούσε πάντα τους ίδιους ανθρώπους, το λεωφορείο περνούσε πάντα την
ίδια ώρα το πρωί και πάντοτε την ίδια ώρα το βράδυ.
Αν
κρατούσε ημερολόγιο κάθε σελίδα θα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη.
Τις καθημερινές, όχι τις Κυριακές. Γιατί τις Κυριακές ζούσε αλλιώς. Δεν έβαζε
ξυπνητήρι, ξυπνούσε ό,τι ώρα ήθελε, έτρωγε μεσημεριανό στη θέση του πρωινού και
έπινε σκέτο καφέ αντί για δυνατό και γλυκό τσάι.
Κάθε
πρώτη Κυριακή του μήνα δεν ξεμύτιζε καθόλου από το σπίτι και άκουγε δυνατά
κλασσική μουσική ως αργά τη νύχτα.
Κάθε
δεύτερη Κυριακή όμως, στις 19:00 το απόγευμα έφτανε έγκαιρα στη στάση για να
επιβιβαστεί στο λεωφορείο που θα τον οδηγούσε στην πιο πολυσύχναστη πλατεία της
πόλης.
Εκεί,
πουλούσε όλους τους πίνακες που είχε φτιάξει την προηγούμενη Κυριακή και έπειτα
επέστρεφε ικανοποιημένος στο σπίτι του, περασμένα μεσάνυχτα, με το τελευταίο
δρομολόγιο. Οι άνθρωποι αρχικά άκουγαν με δυσπιστία αλλά μετά με τεράστια
έκπληξη πως μπορούσαν να δώσουν όσα χρήματα ήθελαν - ή και καθόλου αν δεν τους
περίσσευαν - προκειμένου ν' αποκτήσουν τους θαυμάσιους πίνακες αυτού του
ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη.
Όταν
πέθανε ο ζωγράφος, οι τυχεροί συγγενείς κληρονόμησαν εκατοντάδες μικρά και
δεκάδες μεγαλύτερα έργα.
Ευτυχώς
οι ευγνώμονες κληρονόμοι προστάτεψαν τη μνήμη του ευεργέτη τους: Ποτέ κανείς
δεν έμαθε πως ο εκκεντρικός ζωγράφος που ζούσε απομονωμένος και που ήταν
αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στην τέχνη του, και που τα έργα του
δημοπρατήθηκαν σε εξωφρενικές τιμές, μετά το θάνατό του, ήταν ένας άνθρωπος που
έτρεμε τη συναναστροφή με τον κόσμο γιατί δεν ήθελε να αποκαλυφθεί ποτέ το
πάθος του.
Την
ώρα που ζωγράφιζε φορούσε γυναικεία ρούχα.
Πέθανε
μια Κυριακή πρωί φορώντας ένα καλοραμμένο κόκκινο ταγιέρ, ασορτί παπούτσια και
ένα ασημογκρί μεταξωτό φουλάρι. Στον τελειωμένο πίνακα στο καβαλέτο βρισκόταν η
πρώτη και η τελευταία προσωπογραφία του καλλιτέχνη σε προχωρημένη ηλικία. Μόλις
είχε στεγνώσει η υπογραφή του.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 20-11-2018