Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

ΑΠ' ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΗΡΘΕΣ


Ήρθες από το πουθενά στη ζωή μου με μια γνωριμία αναπάντεχη.
Η διαφορετικότητά σου με έκανε να σε προσέξω. Ήσουν τελείως έξω απ’ τα δεδομένα των ανδρών που μου άρεσαν. Οι διαφορές μας ήταν από την αρχή έντονες. Ζούσαμε σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους.

Θυμάμαι πως σου το’ πα μάλιστα από την αρχή για να σ’ αποθαρρύνω. Στην πρώτη μας συνάντηση για καφέ και γνωριμία, στο τέλος έβρεξε. Και σχεδόν σε όλα τα επόμενα ραντεβού μας έβρεχε στο τέλος. Στο δεύτερο ειδικά ξέσπασε καταιγίδα. Αναμενόμενο γι’ αυτή την εποχή, μα όταν συνέβη έμοιαζε παράξενα αφύσικο.

Αυτό μ’ έβαλε σε σκέψεις. Δεν ήξερα αν έπρεπε να το ερμηνεύσω σαν καλό οιωνό ή όχι. Χρειαζόμουν ν’ αντλήσω μια θετική σκέψη για σένα και να γαντζωθώ πάνω της για να ‘χω δικαιολογία να σε ξαναδώ και να σε παρατηρήσω καλύτερα.

Από την πρώτη στιγμή μου είπες πως θες να είμαστε μαζί. Ζευγάρι. Πως θα’ κανες τα πάντα για να γίνουμε. Πως τίποτα δε θα σε έκανε να σταματήσεις να με διεκδικείς. Γιατί έχεις θέληση, είπες. Γιατί έχεις πειθώ, είπες. Γιατί έχεις όνειρα για μας, είπες.

Σε άκουγα αμίλητη και σκεφτόμουν πόσο πολύ έχω συνηθίσει και βολευτεί μέσα στο “εγώ” και πόσο το “εμείς” μου φαινόταν μακρινό.
Κάποτε, όταν ήμουν ρομαντική, το εμείς ήταν πολύ σημαντικό. Τώρα πλέον το αντιμετωπίζω με καχυποψία.

Αναρωτιόμουν ποιος στ’ αλήθεια είσαι και αν ήσουν αληθινός απέναντί μου. Αναρωτιόμουν περισσότερο για τις προθέσεις σου.  Στον κόσμο το δικό μου, το έδαφος γύρω μου είναι σκληρό. Το είδες με τα ίδια σου τα μάτια άλλωστε. Κακοτράχαλο, άνυδρο και αφιλόξενο. Επίτηδες είναι έτσι. Για ν’ αποθαρρύνει επίδοξους μα τεμπέληδες και ακατάλληλους κατακτητές.

Όταν στα είπα όλα αυτά, με ρώτησες τί έπρεπε να κάνεις για να με πλησιάσεις. Για να εξαφανίσεις, όπως είπες χαρακτηριστικά, τη φυσική απόσταση που είχαμε. Καθόλου δεν ήμουν σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνεις.

Σε ήξερα τόσο λίγο. Δε σε εμπιστευόμουν καθόλου Ήσουν ένας άγνωστος ουσιαστικά για μένα. Σου απάντησα πως ίσως να έπρεπε απλά να σκάψεις. Κάπου είχα ακούσει πως όσο αφιλόξενο και να’ ναι ένα έδαφος, άμα το σκάψεις με αγάπη, κάποτε δε μπορεί,  θα μαλακώσει. Απάντησες με σιγουριά πως έχεις δυνατή θέληση.

Σκάψε με τη δυνατή σου θέληση το σκληρό έδαφος λοιπόν, αφού τολμάς, σου είπα κοιτώντας σε στα μάτια προκλητικά.

Επέμενε εσύ  κι ας σου αρνιέμαι εγώ. Δεν πιστεύω πλέον σε υποσχέσεις, μα σε έργα και πράξεις. Το μύθο με το βοσκό και το λύκο τον ξέρεις; Αυτό έχω πάντα στο μυαλό μου όταν ακούω όμορφα και στολισμένα με καραμελίτσες λόγια. Μα στο δηλώνω. Δεν πιστεύω καθόλου στους λύκους. Αποκυήματα  φαντασίας των παραμυθιών είναι όλοι οι λύκοι.

Εσύ όμως αφού τ’ αποφάσισες μη σταματάς.  Σκάψε. Βάλε θεμέλια βαθιά μέσα στο εχθρικό και ανυπότακτο κι άσε με εμένα απλά να σε παρακολουθώ.

Θα κάνω πως δε με νοιάζει. Θα σε αμφισβητώ και θα σε κοιτάζω δύσπιστα. Με μισό μάτι. Εσένα. Τις προθέσεις σου. Τα αισθήματά σου. Όλα. Αλλά μην πτοηθείς, αν είσαι γενναίος όπως λες. Συνέχισε βαθιά να σκάβεις και μετά στρώσε και μια στέρεη τσιμεντένια πλάκα από πάνω.

Άμα τα καταφέρεις να φτάσεις ως εκεί και δεν κουραστείς, συνέχισε με το χτίσιμο. Μέτρησέ με πόσο αξίζω και χτίσε και ουρανοξύστη αν μπορείς για χάρη μου.

Όση ώρα εσύ θα κοπιάζεις, εγώ θα είμαι εκεί κάπου δίπλα και θα σε κοιτώ φορώντας το καινούριο ψάθινο καπέλο μου. Θα κάνω βόλτες και θα πίνω πορτοκαλάδα να ξεδιψάσω.

Θα σε κοιτάζω όταν δε θα με βλέπεις και θα θαυμάζω τα δυνατά σου χέρια.

Θα παρατηρώ το στήθος σου που θα βαριανασαίνει απ' τον κόπο και θα μ’ αρέσει.

Θα παρακολουθώ με προσήλωση τα ρυάκια του ιδρώτα που θα κατεβαίνουν απ' το μέτωπο στο γυμνό από τη μέση και πάνω κορμί σου.



Θα γλύφω τα ξεραμένα χείλη μου όταν οι κόμποι του ιδρώτα θα ποτίζουν τη γη και θα παρατηρώ με δέος  τις εκφράσεις του προσώπου σου. Θέλω να δω αν η κούραση θα σε απογοητεύσει και αν θα σκεφτείς να τα παρατήσεις.

Όμως άμα δω πείσμα στα μάτια και στις κινήσεις σου, ίσως, λέω ίσως, αρχίσω να σε πιστεύω. Αλλά και αν στο τέλος δε σε πιστέψω, σίγουρα θα εκτιμήσω την προσπάθειά σου. Να το ξέρεις.

Αν όμως πειστώ άκου τι θα γίνει.

Όταν θα διψάσεις, δροσερό φιλί θα σου δώσω να πιεις.

Όταν θα πεινάσεις, στο στόμα θα σε ταΐσω έρωτα.

Όταν ο ήλιος θα κάνει δυσβάσταχτο το σκάψιμο, θα σου χαμογελώ ευχαριστημένη για να παίρνεις κουράγιο.

Και συ θα συνεχίζεις. Θα μου χαμογελάς και θα συνεχίζεις.

Ξεκινώντας, θυσία καμιά δε χρειάζεται να κάνεις στα θεμέλια για να στεριώσει το οικοδόμημα. Οι θυσίες γίνονται αργότερα, πολύ αργότερα. Και από τους δύο μαζί. Αν παραμείνουν δύο στο τέλος.
Και μην ξεχνάς κάτι σε παρακαλώ.

Μπορεί το σκληρό έδαφος όσο θα μαλακώνει, να χαίρεται που το διάλεξες, αλλά να θυμάσαι πως είναι απείθαρχο κι απρόβλεπτο. Μπορεί στο τέλος να μην του αρέσει καν το παλάτι των ονείρων που θα χτίσεις.

Όταν το δει ολοκληρωμένο μπορεί να θεωρήσει πως δεν ταιριάζει το γυαλί και το σίδερο ανάμεσα στις πέτρες και στ’ αγριόχορτα και να σουφρώσει τα όμορφα χείλη με απογοήτευση.



Μαρία Φουσταλιεράκη 25-8-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...